Τον Φεβρουάριο 2025 δημοσιεύθηκε πρόταση τεσσάρων πανεπιστημιακών για την συγκρότηση Ανεξάρτητης Επιτροπής με σκοπό να ερευνήσει για το έγκλημα των Τεμπών. Η πρωτοβουλία αυτή θέτει εμμέσως πλην σαφώς το ζήτημα της ανικανότητας και της αποτυχίας του υπάρχοντος συστήματος να πει την αλήθεια και να αποδώσει δικαιοσύνη. Σηματοδοτεί έτσι το τέλος των ψευδαισθήσεων για λύσεις εντός του υπάρχοντος συστήματος και την ανάγκη για αρχή ενός διαλόγου για το τι μπορεί να γίνει. Στα πλαίσια του διαλόγου αυτού καταθέτω κάποιες σκέψεις.
Η συγκρότηση Ανεξάρτητης Επιτροπής προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλή, έχει όμως κάποια βασικά μειονεκτήματα. Αφήνοντας κατά μέρος τα θεσμικά και συνταγματικά ζητήματα που εγείρει η πρόταση, τίθεται κατ’ αρχάς το ερώτημα: ποιοι θα είναι αυτοί που θα επιλέξουν την ολιγομελή Επιτροπή και ποιος θα την συνδράμει στο έργο της; Οπωσδήποτε αυτή η επιτροπή στην έρευνά της θα χρειασθεί προσωπικό για την συλλογή στοιχείων και μηχανισμό επαφής με θεσμούς και κρατικά όργανα. Οι τέσσερις πανεπιστημιακοί θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την συγκρότηση της Επιτροπής την συμφωνία των κομμάτων της «προοδευτικής αντιπολίτευσης», καθώς επίσης την καλή θέληση της παρούσας Βουλής και της παρούσας κυβέρνησης. θεωρούν ότι οι δύο τελευταίες οφείλουν να αντιμετωπίσουν την πρότασή τους θετικά. Μα αυτό είναι το μέγιστο πρόβλημα, διότι, και θετικά να την αντιμετωπίσουν, ποιος πιστεύει ότι δεν θα σταθούν εμπόδιο στην ουσιαστική έρευνα της Επιτροπής σε κρίσιμα σημεία που αφορούν την υπόθεση, αφού ενέχεται η ίδια η κυβέρνηση και η δεξιά πλειοψηφία της Βουλής;
Ποιος πιστεύει ότι η δικαστική εξουσία με την υπάρχουσα διορισμένη από την κυβέρνηση ηγεσία του Αρείου Πάγου, η οποία ενέχεται στην συγκάλυψη, θα αυτοαναιρεθεί και θα παράσχει ουσιαστική βοήθεια; Ποιος πιστεύει ότι η αστυνομία, η πυροσβεστική και τα άλλα κρατικά όργανα, όπως τα κρατικά κανάλια, που ελέγχονται από την κυβέρνηση θα βοηθήσουν την Επιτροπή στο έργο της και δεν θα την υπονομεύσουν; Ποιος, τέλος, πιστεύει ότι η Επιτροπή θα κάνει ανεμπόδιστα το έργο της με την υπάρχουσα κυβέρνηση στην εξουσία και μάλιστα με υπουργούς σαν τους Γεωργιάδη, Βορίδη, Φλωρίδη, Χρυσοχοΐδη, Μαρινάκη; Δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν το υπάρχον πολιτικό και δικαστικό σύστημα θα θελήσει την αλήθεια και την δικαιοσύνη – «έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν».
Με άλλα λόγια έχει γίνει πεποίθηση σε αρκετό κόσμο ότι εάν δεν φύγει η παρούσα κυβέρνηση και η παρούσα ηγεσία του Αρείου Πάγου δεν πρόκειται να ειπωθεί η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Γι’ αυτό έχει κλονισθεί σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, η εμπιστοσύνη στην ικανότητα και στην πρόθεση των κρατούντων να εργασθούν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Ο κλονισμός αυτός αναφέρεται τόσο στην πριν από την σύγκρουση των τρένων αδιαφορία και ανικανότητα της πολιτείας για ασφαλή σιδηρόδρομο παρά τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις προειδοποιήσεις των σιδηροδρομικών όσο και στην μετά την σύγκρουση απροκάλυπτη επιχείρηση συγκάλυψης εκ μέρους της κυβέρνησης και της δικαστικής εξουσίας.
Πράγματι, το έγκλημα των Τεμπών ανέδειξε την ανικανότητα και την απύθμενη διαφθορά των κρατικών μηχανισμών, την αναλγησία των κυβερνώντων για την ανθρώπινη ζωή, την αδιαφορία τους για την ανθρώπινη ασφάλεια προς όφελος οικονομικών συμφερόντων.
Ανέδειξε επί πλέον την ανικανότητα και την αποτυχία του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος ως θεσμικού και συνταγματικού πλαισίου, το οποίο αποδείχθηκε ιδιαίτερα δυσλειτουργικό και εξαμβλωματικό. Δεν υπάρχει μόνο κρίση πολιτική και κρίση των θεσμών, αλλά χρεοκοπία πολιτική και δικαστική, χρεοκοπία θεσμών και Συντάγματος.
Γι’ αυτό και οι τεράστιες πρωτοφανείς και μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις σε όλη την χώρα και σε αρκετές πόλεις του εξωτερικού στις 26/1 και 28/2/2025, που έγραψαν ιστορία και ανέδειξαν σημαντικά ενθαρρυντικά στοιχεία. Κατ’ αρχάς δεν πέρασαν οι μεθοδευμένες προσπάθειες της κυβέρνησης, των κρατικών και των ιδιωτικών φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ να φοβίσουν και να τρομοκρατήσουν τον κόσμο για να μην πάει στις συγκεντρώσεις. Οι πομπώδεις γελοίες δηλώσεις περί αποσταθεροποίησης του ευρισκομένου σε πανικό πρωθυπουργού και οι υλακές των ακροδεξιών υπουργών του έπεσαν στο κενό. Η μόνη πηγή αποσταθεροποίησης είναι η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όσο μένει στην εξουσία είναι ικανή για το χειρότερο, είναι επικίνδυνη. Τα εκπληκτικά συλλαλητήρια έδειξαν επίσης ότι υπάρχει μετωπική σύγκρουση κυβέρνησης και κοινωνίας. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτή η απαράδεκτη κυβέρνηση θα είχε καταρρεύσει.
Τα ογκώδη συλλαλητήρια ανέδειξαν επίσης μια κοινωνική αντιπολίτευση που απαιτεί την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, την τιμωρία των ενόχων πολιτικών και κρατικών στελεχών και ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Πρέπει συνεπώς να αλλάξουν πολλοί θεσμοί που έχουν γίνει εμπόδιο, που δημιουργούν και συντηρούν τις χρόνιες παθογένειες και δυσλειτουργίες. Πυλώνες της αλλαγής σε πρώτη φάση θα είναι η πραγματική ανεξαρτησία και η ουσιαστική διάκριση των εξουσιών, η κατάργηση υπουργικής και βουλευτικής ασυλίας, κυβέρνηση πραγματικής πλειοψηφίας και όχι εικονικής, ουσιαστικός και ενδελεχής έλεγχος της εξουσίας από την κοινωνία, από πραγματικά ανεξάρτητες αρχές που δεν θα ορίζονται από την εκάστοτε κομματική πλειοψηφία. Αυτά είναι βασικά αξιώματα μιας πολιτικής κοινωνίας και μιας ευνομούμενης πολιτείας που δυστυχώς δεν υπάρχουν εν Ελλάδι.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η λανθασμένη εντύπωση που έχουν οι τέσσερις πανεπιστημιακοί ότι το υπάρχον κοινοβουλευτικό καθεστώς είναι δημοκρατία. Μπορεί ο κοινοβουλευτισμός να είναι το καλύτερο από τα υπάρχοντα πολιτεύματα, με ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά δεν είναι δημοκρατία. Δημοκρατία υπάρχει όταν ο δήμος είναι κυρίαρχος, όταν υπάρχει λαϊκή κυριαρχία. Στα νεωτερικά καθεστώτα αυτή δεν υπήρξε και στη θέση της επιβλήθηκε κοινοβουλευτική κυριαρχία, κυριαρχία των λίγων, φιλελεύθερη ολιγαρχία, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους λίγους ερήμην της κοινωνίας. Ωστόσο, σήμερα, αν και υπάρχουν εκλογές, βουλή και εναλλαγή δύο ή τριών κομμάτων στην κυβέρνηση, το κοινοβούλιο έχει απωλέσει κατά πολύ την δύναμή του, ενώ η κυβερνητική εξουσία έγινε υπερτροφική και οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι μόνο ερήμην της κοινωνίας αλλά και ερήμην του κοινοβουλίου, στα άδυτα των οικονομικών, τραπεζικών και μιντιακών ελίτ, στις περιβόητες «αγορές», στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ, στις ΗΠΑ – δηλαδή σε όργανα που δεν εκλέγονται από την κοινωνία και δεν αποτελούν μέρος του κοινοβουλίου. Έτσι το κοινοβουλευτισμός έχει αυτο-μετατραπεί σε μετα-κοινοβουλευτικό καθεστώς, σε μια ακραιφνή ολιγαρχία. Είναι δυνατόν το ανεξέλεγκτο καθεστώς Μητσοτάκη, το καθεστώς Μακρόν και άλλων ομοίων να έχει σχέση με την δημοκρατία;
Επομένως, στη σημερινή αδιέξοδη πραγματικότητα με το ανίκανο κομματικό σύστημα σε πλήρη αναξιοπιστία, αυτό που χρειάζεται δεν είναι μια ασαφής και εγκλωβισμένη στο υπάρχον πολιτικό-δικαστικό σύστημα επιτροπή Έρευνας, αλλά αυτό που εμμέσως συνάγεται από την πρόταση των πανεπιστημιακών: βασικές θεσμικές αλλαγές στο εξαμβλωματικό και αποτυχημένο σύστημα για αλλαγή του πολιτεύματος. Εάν δεν αλλάξουν η δομή του πολιτικού συστήματος και βασικές διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος δεν είναι δυνατόν να αλλάξει πορεία η χώρα. Αυτές οι ριζικές αλλαγές θα έπρεπε να είχαν γίνει αμέσως μετά την οικονομική χρεοκοπία του 2010, όμως δυστυχώς δεν έγιναν τότε και το ίδιο σύστημα οδήγησε στην σημερινή πολιτική, δικαστική, θεσμική και ηθική χρεοκοπία. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται είναι η πορεία προς την δημοκρατία, οι πραγματικές δημοκρατικές αρχές και αντιλήψεις, η διαφάνεια και η συμμετοχή της κοινωνίας στις αποφάσεις.
Προς τούτο είναι απαραίτητη μια συγκέντρωση των ενδιαφερομένων με σκοπό την ουσιαστική συζήτηση και την ανεύρεση ενός κοινού πλαισίου αρχών, προτάσεων και δράσεων που θα επιτρέψει παρέμβαση στη δύσκολη συγκυρία που βρισκόμαστε. Αυτό πρέπει να γίνει σε ανοικτή συγκέντρωση με την άμεση παρουσία των ενδιαφερομένων σε έναν χώρο και όχι μόνο μέσω εφημερίδων ή ψηφιακών δικτύων. Χωρίς κοινωνικές πρωτοβουλίες και κινήσεις δεν γίνονται αλλαγές. Σε εποχές σήψης και παρακμής όπως η σημερινή, ό,τι δεν αλλάζει είναι ολέθριο, συντελεί στην παρακμή.
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας