Ύστερα από έναν μακρύ, κοπιαστικό καλοκαιρινό κύκλο, γεμάτο απαιτήσεις και αδιάκοπη εργασία, η ψυχή γυρεύει καταφύγιο. Και το βρίσκει ξανά εκεί όπου ο χρόνος κυλά αλλιώς∙ στη γαλήνη της σκοπελίτικης γης, στη φύση που ανταποδίδει απλόχερα την αγάπη όσων τη σέβονται και μοχθούν κοντά της.

Στο κτήμα της οικογένειας Μελαχροινάκη, η μέρα ανέπνεε άρωμα ελιάς και φθινοπωρινής δροσιάς. Ανάμεσα στα λιόδεντρα συναντήσαμε την οικογένεια μαζί με τον φίλο τους, τον Λευτέρη Σκλάβο, δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, να μαζεύουν τον καρπό με υπομονή και χαμόγελο, γνωρίζοντας πως τα ελαιοτριβεία σύντομα θα σιγήσουν για τη χρονιά. Κάθε ελιά που έπεφτε στο πανί έμοιαζε να κουβαλά μέσα της τον μόχθο, αλλά και την υπόσχεση της ανταμοιβής.

Το κτήμα απλωνόταν σαν μικρός επίγειος παράδεισος: κότες να τσιμπολογούν ανέμελα, πρόβατα ελεύθερα να βόσκουν και ένας γάιδαρος να κόβει τις βόλτες του, σιωπηλός φύλακας της αγροτικής αρμονίας. Εδώ, η φύση δεν είναι σκηνικό, αλλά συνομιλητής.

Η λαδιά προμηνύεται πλούσια, το λάδι έξτρα παρθένο, γεμάτο χαρακτήρα και γευστικές υφές. Λες και μέσα του φυλακίζεται η αύρα του Διονύση και της Ρίτσας, ο ήλιος, ο κόπος και η σιωπηλή ευλογία της γης — μια σταγόνα αυθεντικής ζωής, όπως μόνο η σκοπελίτικη φύση ξέρει να προσφέρει.







