Κυριακή, 04 Μαΐου 2025

|

Search

Το δάσος ως πολιτικό και φιλοσοφικό παράδειγμα – «Η ζωή των φυτών» του Εμανουέλε Κότσια

Το δάσος ως πολιτικό και φιλοσοφικό παράδειγμα - «Η ζωή των φυτών» του Εμανουέλε Κότσια
Για το δοκίμιο του φιλοσόφου Εμανουέλε Κότσια [Emanuele Coccia], «Η ζωή των φυτών. Μια μεταφυσική της κράσης», σε μετάφραση Άγγελου Μουταφίδη (εκδ. periplaneta, 2024). «Μήπως ήρθε η στιγμή για πρώτη φορά το δάσος, που εδώ και αιώνες θεωρούνταν το αντίθετο της πόλης, και άρα της πολιτικής, να γίνει το μοντέλο του πολιτικού ή, ακόμη καλύτερα, το κατεξοχήν πολιτικό;». Κεντρική εικόνα, Henri Rousseau, «Το όνειρο» (1910)

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας

«Μοιάζουν μεταξύ τους οι μορφές όλες / Αλλά καμία ίδια με την άλλη: αποκάλυψη / Ενός νόμου μυστικού κι ενός αινίγματος / Ιερού […] Και της ζωής η αιώνια άλυσος / Μες στον χρόνο μακραίνει· και ζει / Όπως το ένα, το όλον». Γκαίτε, Η μεταμόρφωση των φυτών (1798)

Το 1807, ενώ ο Έγελος δημοσίευε τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε συνέχιζε τις βοτανικές μελέτες του, καρπός των οποίων υπήρξε το 1790 H μεταμόρφωση των φυτών (Versuch die Metamorphose der Pflanzen zu erklären). Εκείνο που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του Γκαίτε ήταν το γεγονός ότι με ένα πιο προσεκτικό βλέμμα το άτομο που κατορθώνει να νικήσει τον πειρασμό να θεωρήσει τον εαυτό του ανώτερο από όλους και όλα θα διακρίνει στη φύση που τον περιβάλλει έναν απίστευτο πλούτο, μία δημιουργική δύναμη ανάλογη της οποίας δεν βρίσκεται πουθενά άλλου με τον ίδιο ξεκάθαρο τρόπο. Αμέσως μετά ο Γκαίτε φροντίζει να επισημάνει ότι μελέτη της βοτανικής σημαίνει προπαντός μελέτη των μορφών: όχι των σταθερών μορφών που ο άνθρωπος ανέκαθεν προσπάθησε να εντοπίσει στον κόσμο ή/και να επιβάλει σε αυτόν, αλλά μία ζωηρή αδιάκοπη διαδοχή μορφών συνεχώς διαφορετικών, ενεργών, μία πλαστική και ρευστή παραγωγή που δεν αφήνει τον παρατηρητή να ησυχάσει.

Η ιστορία της φιλοσοφίας προσφέρει ελάχιστες στιγμές αληθινής προσοχής στον φυτικό κόσμο, καθώς επικεντρώθηκε/επικεντρώνεται περισσότερο «στις ανώτερες μορφές ζωής» – για αιώνες αποκλειστικά στον άνθρωπο, τελευταία σε μία προσπάθεια αποκέντρωσης, ενσυναισθητικής διεύρυνσης του βλέμματος και σε κάποια μη ανθρώπινα είδη.

Το φυτικό βασίλειο θα μπορούσε να θεωρηθεί o τόπος όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε με τον πλέον άμεσο τρόπο τη συνύφανση ζωής και μορφής. Αυτές οι σκέψεις του Γκαίτε συνιστούν κατά κάποιον τρόπο μία εξαίρεση στους κόλπους του «κανόνα» της δυτικής σκέψης. Η ιστορία της φιλοσοφίας προσφέρει ελάχιστες στιγμές αληθινής προσοχής στον φυτικό κόσμο, καθώς επικεντρώθηκε/επικεντρώνεται περισσότερο «στις ανώτερες μορφές ζωής» – για αιώνες αποκλειστικά στον άνθρωπο, τελευταία σε μία προσπάθεια αποκέντρωσης, ενσυναισθητικής διεύρυνσης του βλέμματος και σε κάποια μη ανθρώπινα είδη.

Την ίδια στιγμή στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο επιβλήθηκε μία στατική άποψη της μορφής, μία αντίληψη σύμφωνα με την οποία η μορφή για την ακρίβεια θα ήταν εκείνο που δεν μεταβάλλεται, εκείνο που προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποκτήσει στέρεες γνώσεις. Υπό την οπτική αυτή δεν θα ήταν παράτολμο να υποστηρίξουμε ότι το βιβλίο του Εμανουέλε Κότσια Η ζωή των φυτών. Μία μεταφυσική της κράσης (πρωτότυπος τίτλος La vie des plantes. Une métaphysique du mélange, 2016), στο πνεύμα της σκέψης του Γερμανού συγγραφέα, είναι ένα έργο για τη μορφή και για το αδιάσπαστο πλέγμα μεταξύ μορφής και ζωής.periplaneta kotsia zoi ton fyton

Αν μπορούσαμε να ακούσουμε τα δέντρα

Ο Εμανουέλε Κότσια (Emanuele Coccia), αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS) στο Παρίσι, θα πρέπει να είναι από εκείνους τους ανθρώπους που μιλάνε με τα δέντρα: καθώς περπατάνε κάποια στιγμή σταματάνε μπροστά σε μία βελανιδιά ή σε μία ελιά, σ’ ένα οποιοδήποτε φυτό, και το κοιτάζουν για ώρα με τα χέρια ενωμένα πίσω από την πλάτη τους· αγγίζουν τον κορμό τους ή τα φύλλα τους, σαν να τα χαϊδεύουν, τα κοιτούν ακίνητοι και αφού χαμογελάσουν για λίγο, συνεχίζουν τον δρόμο τους· είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι τα δέντρα θα μπορούσαν πολλά να μας πουν, αν μονάχα ξέραμε να τα κοιτάξουμε και να τα ακούσουμε· μολονότι δεν μιλάνε, γεννούν σκέψεις και όποιον έχει ευαίσθητο πνεύμα και δεκτικό νου τον βοηθάνε να διαισθανθεί ποια είναι η αρχιτεκτονική του κόσμου, μέρος του οποίου είμαστε και εμείς οι ίδιοι. Κάποιοι θα τους θεωρούν ιδιότροπους ή λοξούς, μερικοί ρομαντικούς, άλλοι πάλι απεναντίας μπορεί να πιστεύουν ότι είναι φιλόσοφοι, ικανοί να παρατηρούν τα πράγματα καλύτερα και βαθύτερα από εμάς, πρόσωπα που αναζητούν στη φύση απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματά τους.

Η βαθιά ενότητα μεταξύ όσων υπάρχουν μας (προσ)καλεί να ξαναστοχαστούμε μία μεταφυσική σε θέση να κατανοήσει και να συλλάβει μία πραγματικότητα όπου η διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος γίνεται συνεχώς πιο δύσκολη….

Ωστόσο, και προχωρώντας βαθύτερα, είναι δύσκολο να μην επισημάνουμε ότι στη Ζωή των φυτών εκφράζεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο η ανάγκη μιας φιλοσοφικής ματιάς πάνω στον φυσικό –καλύτερα: φυτικό– κόσμο. Ο Κότσια, ξεκινώντας από την παρατήρηση των φυτών, ξεδιπλώνει έναν ενδιαφέροντα και γοητευτικό στοχασμό γύρω από τη ζωή των φυτών και τον δεσμό που ενώνει κάθε έμβιο πλάσμα τόσο με τα υπόλοιπα όσο και με το σύμπαν ολόκληρο. Η βαθιά ενότητα μεταξύ όσων υπάρχουν, υποστηρίζει ο Κότσια, μας (προσ)καλεί να ξαναστοχαστούμε μία μεταφυσική σε θέση να κατανοήσει και να συλλάβει μία πραγματικότητα όπου η διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος γίνεται συνεχώς πιο δύσκολη, καθώς έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, και τα πάντα εμφανίζονται ως η διαφορετική μορφή μίας και μοναδικής ουσίας: «Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ ύλης και άυλου, ιστορίας και φυσικής» (σ. 28).

Φιλοσοφία που διαλέγεται με τη φύση

Οφείλουμε να αναδείξουμε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο βοτανικής, όπως ίσως μας έκανε να σκεφτούμε ο τίτλος, αλλά με ένα βιβλίο φιλοσοφίας, όπως δηλώνει ο υπότιτλος. Πράγματι πρόκειται για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση της σχέσης με την πραγματικότητα στην οποία είμαστε βυθισμένοι, και της οποίας είμαστε κομμάτι, και μία απόπειρα να (ξανα)στοχαστούμε πάνω στο νόημα αυτής της σχέσης. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας, επιχειρείται μία επανασύνδεση με μία παράδοση που έχει βαθιές ρίζες:

«Το παρόν βιβλίο επιθυμεί να ξαναθέσει το ερώτημα του κόσμου με αφετηρία τη ζωή των φυτών. Για να το κάνει πρέπει να επανασυνδεθεί με μία ορισμένη αρχαία παράδοση. Αυτό που, λίγο πολύ αυθαίρετα, αποκαλούμε φιλοσοφία γεννήθηκε και αυτοκατανοούνταν, αρχικά, ως διερώτηση για τη φύση του κόσμου, ως φυσιο-λογία (περί της φύσεων λόγος) ή κοσμο-λογία (περί κόσμου λόγος). Η επιλογή δεν ήταν καθόλου τυχαία: η αναγωγή της φύσης και του κόσμου σε προνομιακά αντικείμενα της σκέψης ισοδυναμούσε με υπόρρητη αποδοχή της θέσης ότι η σκέψη δεν γίνεται φιλοσοφία παρά μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπη με τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί στ’ αλήθεια μόνο ενώπιον του κόσμου και της φύσης. Αυτή η ταύτιση μεταξύ κόσμου και φύσης είναι κάθε άλλο παρά επουσιώδης. Διότι φύση σήμαινε όχι αυτό που προηγείται της δραστηριότητας του ανθρώπινου πνεύματος, ούτε το αντίθετο της κουλτούρας, αλλά αυτό που επιτρέπει στο οτιδήποτε να γεννηθεί και να υπάρξει μέσα στον χρόνο, την αρχή και τη δύναμη που ευθύνονται για τη γένεση και τον μετασχηματισμό οποιουδήποτε αντικείμενου, πράγματος, οντότητας ή ιδέας υπάρχει και θα υπάρξει. Το να ταυτίζει κανείς φύση και κόσμο σημαίνει πρωτίστως ότι καθιστά τη φύση όχι μια διαχωρισμένη αρχή, αλλά κάτι που εκδηλώνεται σε οτιδήποτε υπάρχει. Αντιστρόφως, ο κόσμος δεν είναι το λογικό σύνολο όλων των στοιχείων, ούτε μια μεταφυσική ολότητα των όντων, αλλά η φυσική δύναμη που διαπερνά οτιδήποτε γεννιέται και μεταμορφώνεται» (σσ. 27-28).

Για τον λόγο αυτόν το να καταλάβουμε ένα φυτό μάς βοηθά να καταλάβουμε τον κόσμο· εξού και η φιλοσοφία οφείλει να μη διακόψει τον διάλογό της με τη φύση.

Η ζωή των φυτών είναι μία μεταφυσική πραγματεία προπαντός γιατί διεκδικεί το δικαίωμα να στοχεύει στην ολότητα, γιατί είναι ένα δοκίμιο που, πραγματευόμενο το ζήτημα των φυτών, θέλει να μιλήσει για κάθε ζωή, για κάθε μορφή, για κάθε λόγο. Έτσι αποδεικνύεται πως η φυτική ζωή δεν είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, τον οποίο προηγουμένως είχαμε εγκαταλείψει και ξαφνικά θυμηθήκαμε –είτε από μόδα είτε από περιέργεια είτε από μία απαίτηση πληρότητας– αλλά απεναντίας συνιστά το μοντέλο βάσει του οποίου είναι δυνατόν να (ξανα)σκεφτούμε τα σημαντικότερα θέματα της ιστορίας της σκέψης. Η φυτική ζωή συνιστά μία πρόκληση για το ανθρωποκεντρικό παράδειγμα, σε τέτοιο σημείο ώστε να διεγείρει ερωτήματα που μας δυσκολεύουν από την αρχαιότητα ακόμη: η ψευδοαριστοτελική πραγματεία Περὶ φυτῶν ανοίγει ακριβώς με την ερώτηση αν και υπό ποία έννοια τα φυτά είναι πράγματι έμβια. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι ένας πλήρης επαναπροσανατολισμός της σκέψης, μία κυριολεκτική μεταρρύθμιση η οποία αντανακλάται και επιδρά στις κυρίαρχες ιδέες όχι απλώς τοπικά, αλλά σείοντας, αναδιαμορφώνοντας τις θεμελιώδεις αρχές τους. Είναι επίσης από την άποψη αυτή που χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι Η ζωή των φυτών είναι μία μεταφυσική και όχι μία μεταφορολογία της κράσης (mélange). Κάθε αναφορά στην πνοή ως πρωταρχική μορφή οποιουδήποτε πνεύματος δεν είναι απλώς μία όμορφη εικόνα, αλλά μία σαφής μεταφυσική θέση:

«Τα πάντα στο έμβιο δεν είναι παρά συνάρτηση της νποής: από την αντίληψη μέχρι την πέψη, από τη σκέψη μέχρι την απόλαυση, από την ομιλία μέχρι την κίνηση» (σ. 66).

Σε τούτο το συγκείμενο η φυτική ζωή τίθεται την ίδια στιγμή ως μία εντελώς χαρακτηριστική σχέση, ως ένας απολύτως χαρακτηριστικός άνευ επιλεκτικότητας τρόπος συσχέτισης με τον κόσμο – ο πλέον πλήρης, ο πλέον άμεσος:

«Σε αντίθεση με την πλειονότητα των ανώτερων ζώων [τα φυτά] δεν αναπτύσσουν επιλεκτική σχέση με ό,τι τα περιστοιχίζει: είναι, χωρίς να έχουν άλλη επιλογή, διαρκώς έκθετα στον περιβάλλοντα κόσμο τους. Η φυτική ζωή είναι η ζωή ως ολοκληρωτική έκθεση, σε απόλυτη συνέχεια και σε πλήρη εναγκαλισμό με το περιβάλλον» (σ. 13).

Rousseau theRepastOfTheLion

Μία γενική θεωρία του λόγου βασισμένη στον φυτικό κόσμο

Το δοκίμιο του Κότσια αναδεικνύει την ανάγκη να εγκαταλείψουμε μία ανθρωποκεντρική και αναγωγιστική εικόνα του λόγου, επαναλαμβάνοντας την ιδέα πως «λογικό» είναι μόνο ό,τι έχει να κάνει με τη σκέψη του ανθρώπου, και επεξεργάζεται μία γενική θεωρία του λόγου βασισμένη ακριβώς στον φυτικό κόσμο. Είναι στο σημείο αυτό που ο δεσμός μεταξύ ζωής και μορφής εμφανίζεται στην πλέον ριζική εκδήλωσή της: ο λόγος δεν είναι μονάχα ο «τόπος των μορφών» ή μία δεξαμενή στείρων μοντέλων:

«Ο Λόγος είναι ένας σπόρος γιατί, σε αντίθεση με ό,τι η νεωτερικότητα επιμένει να πιστεύει, δεν είναι το σύμπαν του άγονου στοχασμού, δεν είναι ο χώρος εμπρόθετης ύπαρξης των μορφών, αλλά η δύναμη που καθιστά υπαρκτή μια εικόνα ως ειδικό πεπρωμένο του τάδε ή του δείνα ατόμου ή αντικειμένου. Ο Λόγος είναι αυτό που επιτρέπει σε μια εικόνα να είναι πεπρωμένο, σύμπαν πλήρους ζωής, χωροχρονικός ορίζοντας. Είναι κοσμική αναγκαιότητα όχι ατομική υπόθεση» (σ. 25).

Ο Λόγος –το άνθος του κόσμου– είναι μία δύναμη πολλαπλασιασμού του κόσμου, γιατί μάλλον πολλαπλασιάζει τα σώματα, ανανεώνει το πιθανό, επανεκκινεί το παρελθόν, διανοίγει τα σώματα, διανοίγει τον χώρο για ένα αδιανόητο μέλλον,

«δεν περιστέλλει την πολλαπλότητα της εμπειρίας σε ένα μοναδικό εγώ, δεν απομειώνει τη διαφορά απόψεων στην ενότητα ενός υποκειμένου, πολλαπλασιάζει και διαφοροποιεί τα υποκείμενα, καθιστά τις εμπειρίες απαράμιλλες και μη συμπιθανές. Ο Λόγος δεν είναι πια η πραγματικότητα του ταυτού, του αμετάβλητου, του ιδίου· είναι η δύναμη και η δομή που υποχρεώνει καθετί να αναμειχθεί με τους ομοίους του με όχημα την ανομοιότητα ώστε να αλλάξει πρόσωπο· είναι η δύναμη που αναθέτει στον κόσμο και στις τυχαίες συναντήσεις τη μέριμνα να ανασχεδιάζουν εκ των ένδον την όψη των συστατικών του» (σ. 117).

Για τον Κότσια τα «φυτά δεν είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη δημοκρατία της Γης», όπως ίσως θα ήθελε η καθημερινή μας γλώσσα: όπως στη σχέση μας με τα ζώα, με τα οποία εξομοιώνουμε κάποιον, σε μια προσπάθεια να τον προσβάλουμε, έτσι και εδώ η ελάχιστη εκτίμηση που τρέφουμε για τη φυτική ζωή αποκαλύπτεται στη γλώσσα, αφού λέγοντας σε κάποιον ότι είναι φυτό θέλουμε να τον βρίσουμε και να μειώσουμε την αξία του· ενώ, όταν λέμε ότι κάποιος «έμεινε φυτό», εννοούμε ότι βρίσκεται σε μία κατάσταση απόλυτης αδιαφορίας, ασημαντότητας, ίσως χειρότερη και από τον θάνατο. Και όμως τα φυτά όχι μόνο αποτελούν σχεδόν το ογδόντα τοις εκατό της βιομάζας της Γης, όχι μόνο η ζωή μας εξαρτάται πλήρως από αυτά, αλλά ούτε είναι τόσο παθητικά όσο μας αρέσει να πιστεύουμε· απεναντίας είναι ευφυείς πρωταγωνιστές στη σκηνή της ζωής τους και της ζωής μας: ενώ όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, είναι πλάσματα αδιαίρετα, τα φυτά, καθώς δεν μπορούν να μετακινηθούν (με τεχνικούς όρους είναι «άμισχα») εξελίχτηκαν σε αρθρωτά σώματα, δίχως μοναδικά όργανα, μία έξυπνη λύση που τους επιτρέπει να μην πεθαίνουν ακόμη και όταν τα κλαδεύουν οι άνθρωποι ή τα τρώνε τα χορτοφάγα ζώα. (Εξού συχνά η δομή των φυτών συγκρίνεται με το διαδίκτυο.) Επιπροσθέτως δίχως την παρουσία τους στη γη δεν θα υπήρχε αερόβια ζωή, γιατί είναι χάρις στη φωτοσύνθεση –ο μεταβολισμός των φυτών– που αναπτύχθηκε το οξυγόνο στον πλανήτη μας. Για τον λόγο αυτόν, αν ολόκληρη η ανθρωπότητα εξαφανιζόταν μεμιάς, τα φυτά θα εξακολουθούσαν να ζουν δίχως προβλήματα· απεναντίας, στην αντίθετη περίπτωση, όλα τα γήινα ζώα, εμάς συμπεριλαμβανομένων, θα εξαφανίζονταν. Προσπερνώντας το γεγονός ότι βρίσκονται στη βάση της διατροφικής αλυσίδας, αν ως ευφυΐα εννοούμε την ικανότητα κάποιου να επιλύει τα προβλήματα που η ζωή παρουσιάζει, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι πρόκειται για πλάσματα, με τον τρόπο τους, ευφυέστατα, όπως και ευαίσθητα. Πράγματι, πάντα με τον δικό τους εξ ολοκλήρου φυτικό τρόπο, τα φυτά βλέπουν, αισθάνονται, προσλαμβάνουν· και επίσης είναι σε θέση να αντιληφθούν τη βαρύτητα, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, την υγρασία και πολλές χημικές διαβαθμίσεις.

Φωτοσύνθεση αντί μεταβολισμού

Ο μεταβολισμός είναι το θεμελιώδες στοιχείο που διαφοροποιεί με τον πλέον ριζικό τρόπο τα φυτά από τους ζωικούς οργανισμούς, οι οποίοι τρέφονται με τη ζωή των άλλων, για να συντηρήσουν και να αναπαραγάγουν τη ζωή. Αντίθετα τα φυτά, χάρις στη φωτοσύνθεση, μετατρέπουν την κοσμική ηλιακή ενέργεια σε ζώντα σώματα· τα μόνα στοιχεία που χρειάζονται είναι εκείνα που ο πλανήτης διαθέτει: πέτρες, χώμα, νερό, φως, αέρα. Τα φυτά έχουν μεταμορφώσει τον πλανήτη σε έναν τόπο γεμάτο ζωή και αυτό τα κατόρθωσαν τρεφόμενα με τον άβιο κόσμο. Και αυτό μας διδάσκει πως όχι μόνο η ζωή προσαρμόζεται στο περιβάλλον, όπως μάθαμε από την εξέλιξη της ζωικής ζωής, αλλά δύναται επίσης να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που την καθιστούν εφικτή. Όπως ακριβώς έκαναν τα φύλλα, εξηγεί ο Εμανουέλε Κότσια, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θάνατο του μεγαλύτερου μέρους των αναερόβιων οργανισμών, επιβάλλοντας στη μεγάλη πλειονότητα των εμβίων ένα ενιαίο πλαίσιο: μία ατμόσφαιρα πλούσια σε οξυγόνο. Γράφει ο Κότσια:

«Με την ανάπτυξη και εξάπλωση των αγγειακών φυτών, η ατμόσφαιρα σταθεροποιήθηκε: η ποσότητα ελεύθερου οξυγόνου υπερέβη το όριο οξείδωσης και συγκεντρώθηκε σε ελεύθερη μορφή. Με τη σειρά της, η μαζική παρουσία οξυγόνου προκάλεσε τον αφανισμό πολλών αναερόβιων οργανισμών που ζούσαν στη γη και στη θάλασσα προς όφελος αερόβιων μορφών ζωής» (σ. 46).

Εκπλήσσει επίσης η συνοχή μεταξύ της οπτικής του κόσμου που προσφέρει η βοτανική και εκείνης της σύγχρονης φυσικής, κυρίως όσον αφορά την εντυπωσιακή ενότητα της ύλης από την οποία είναι φτιαγμένα το σύμπαν όπως και οτιδήποτε αυτό περιέχει, συμπεριλαμβανομένων των έμβιων όντων. Από υλική άποψη όλοι είμαστε πλασμένοι από την αυτή ουσία, από τα ίδια σωματίδια· κάθε υλικό πράγμα φαίνεται να είναι απλώς ένας διαφορετικός συνδυασμός των ίδιων στοιχείων –μία πραγματικότητα που τα φυτά με τις άπειρες μορφές τους επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο, επισημαίνει ο συγγραφέας:

«[…] από τη σκοπιά του έμβιου και ανεξάρτητα από την αντικειμενική φύση της, η ύλη, που αποτελεί τον κατοικούμενο κόσμο, παρ’ όλη τη διαφορά των στοιχείων της και τη φυσική ασυνέχεια, είναι οντολογικά ενιαία και ομοιογενής, και η ενότητα αυτή συνίσταται στη ρευστή φύση της. H ρευστότητα δεν είναι κατάσταση συγκέντρωσης της ύλης: είναι ο τρόπος με τον οποίον ο κόσμος συστήνεται εντός κάθε έμβιου στοιχείου και ενώπιόν του. Ρευστό είναι κάθε ύλη που, ανεξάρτητα από τη στερεή, υγρή ή αέρια κατάστασή της, εκτείνει τις μορφές της στο πλαίσιο μιας αυτοεικόνας· είτε αυτή έχει τη μορφή κάποιου είδους αντίληψης είτε κάποιου είδους φυσικής συνέχειας. Αν κάθε έμβιο ον δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στο εσωτερικό ενός ρευστού περιβάλλοντος, είναι επειδή η ζωή συμβάλλει στη συγκρότηση του κόσμου ως τέτοιου, διαρκώς ευμετάβλητου, διαπαντός δεσμευμένου σε μία κίνηση πολλαπλασιασμού και αυτοδιαφοροποίησης. Ως εκ τούτου το ψάρι δεν είναι απλώς ένα από τα στάδια στην εξέλιξη των έμβιων όντων, αλλά το πρότυπο κάθε έμβιου όντος. Όπως ακριβώς και η θάλασσα, που δεν μπορεί πια να θεωρείται αποκλειστικά ένα ειδικό περιβάλλον συγκεκριμένων έμβιων όντων, αλλά και μια μεταφορά του ίδιου του κόσμου. Το είναι-στον-κόσμο κάθε έμβιου όντος θα έπρεπε λοιπόν να κατανοείται με βάση την κοσμοεμπειρία του ψαριού. Το συγκεκριμένο είναι-στον-κόσμο, που είναι συνεπώς και δικό μας, είναι πάντα ένα είναι-στη-θάλασσα-του-κόσμου. Είναι ένα είδος βύθισης» (σ. 39).

Φτάνουμε έτσι σε μία κεντρική έννοια του δοκιμίου: στη βύθιση. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να απεικονίσουμε τη σχέση μας με το Σύμπαν είναι, για τον Κότσια, εκείνος της βύθισης: η σχέση μας με τον κόσμο δεν θα πρέπει να είναι η σχέση ενός υποκειμένου με ένα αντικείμενο, αλλά κάτι περισσότερο ή μάλλον κάτι ολότελα διαφορετικό:

«Αν η ζωή είναι πάντα και δεν μπορεί παρά να είναι βύθιση, τότε η πλειονότητα των εννοιών και των διαιρέσεων που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την ανατομία και τη φυσιολογία, όπως και η ενεργός άσκηση των σωματικών δυνάμεων που μας επιτρέπουν να ζούμε, με δυο λόγια, η φαινομενολογία της συγκεκριμένης ύπαρξης κάθε έμβιου όντος, αξίζει να αναδιατυπωθεί. Για κάθε βυθισμένο ον, η αντίθεση μεταξύ κίνησης και στάσης δεν υφίσταται πλέον: η στάση είναι ένα από τα αποτελέσματα των κινήσεων, ενώ η κίνηση, όπως για έναν αετό που πλανάρει, είναι συνέπεια της στάσης. […] Αν λοιπόν το είναι-στον-κόσμο είναι βύθιση, τότε η σκέψη και η δράση, ο μόχθος και η αναπνοή, η κίνηση, η δημιουργία και η αίσθηση είναι αδιαχώριστα, καθώς η σχέση ενός βυθισμένου όντος με τον κόσμο δεν έχει ως πρότυπο τη σχέση που ένα υποκείμενο διατηρεί με τον κόσμο, αλλά τη σχέση μιας μέδουσας με τη θάλασσα που της επιτρέπει να είναι αυτό που είναι. Δεν υπάρχει καμιά υλική διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και τον υπόλοιπο κόσμο» (σσ. 40-41). Οι κοσμολόγοι έχουν ακριβώς την ίδια άποψη: είμαστε βυθισμένοι στο σύμπαν όπως τα ψάρια στη θάλασσα, και είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια την ύλη του. Η εσωτερική φύση του πραγματικού είναι ρευστή: θα έπρεπε να περιγράφουμε τον κόσμο «ως κάτι που συντίθεται όχι από αντικείμενα αλλά από ροές που μας διασχίζουν και τις διασχίζουμε, από κύματα μεταβλητής έντασης και διηνεκούς κίνησης» (σ. 41).

Εξάλλου η ζωή ξεκίνησε σε ένα ρευστό περιβάλλον και, όταν βγήκαν από αυτό, τα φυτά δημιούργησαν ένα άλλο ρευστό περιβάλλον, την ατμόσφαιρα, τόπο φυσικό-μεταφυσικό:

«Τα φυτά είναι η αρχέγονη σούπα της γης που επιτρέπει στην ύλη να γίνεται ζωή και στη ζωή να ξαναμεταμορφώνεται σε “πρώτη ύλη”. Θα αποκαλούμε στο εξής ατμόσφαιρα αυτή τη ριζική κράση που κάνει τα πάντα να συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο χωρίς να θυσιάζει ούτε μορφές ούτε ουσίες. Περισσότερο από ένα τμήμα του κόσμου, η ατμόσφαιρα είναι ένας μεταφυσικός τόπος στον οποίο τα πάντα εξαρτώνται απ’ όλα τα υπόλοιπα, η πεμπτουσία του κόσμου νοούμενου ως χώρου όπου η ζωή του καθενός διαπλέκεται με τη ζωή των άλλων. Το σύμπαν στο οποίο ζούμε δεν είναι ένα απλό περιέχον στο οποίο θα κληθούμε να προσαρμοστούμε. Η μορφή του και η ύπαρξή του είναι αδιαχώριστες από τις μορφές ζωής που στεγάζει και που καθιστά εφικτές. Ο αέρας που αναπνέουμε, η φύση του εδάφους, οι γραμμές της επιφάνειας της γης, οι μορφές που διαγράφονται στον ουρανό, το χρώμα όλων όσα μας περιβάλλουν είναι άμεσα αποτελέσματα της ζωής με την ίδια έννοια και με την ίδια ένταση που αποτελούν τις αρχές της. Ο κόσμος δεν είναι μια οντότητα αυτόνομη και ανεξάρτητη απ’ τη ζωή· είναι η ρευστή φύση κάθε περιβάλλοντος: κλίμα, ατμόσφαιρα» (σ. 59).

Η ατμόσφαιρα που μας έδωσε την πνοή δημιουργήθηκε και δημιουργείται από την πνοή των φυτών· ο αέρας που αναπνέουμε είναι η πνοή των εμβίων. Ο Κότσια υποδεικνύει να καταστήσουμε, αυτή την πραγματικότητα, τη μεταφορά της αλληλεξάρτησης που ενώνει μεταξύ τους όλους τους κατοίκους του πλανήτη, σε όποιο βασίλειο και αν ανήκουν, και συνδέει τη Γη με ολόκληρο τον κόσμο. O συγγραφέας μάλιστα αναγνωρίζει ότι πρόκειται για μία ιδέα που ξεκινά από την αρχαιότητα, περνά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα από τον Λαμάρκ, τον Νεύτωνα και άλλους και θα τεκμηριωθεί επιστημονικά με τις εργασίες των Τζέιμς Λάβλοκ και Λιν Μαργκούλις. Από την άποψη αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να ξανασκεφτούμε με νέο τρόπο και υπό ένα ανέκδοτο πρίσμα έννοιες –όπως ύλη και πνεύμα– οι οποίες παλιότερα θεωρούνταν ξεκάθαρα διακριτές μεταξύ τους, αναλογιζόμενοι τις φιλοσοφικές (και μεταφυσικές) προεκτάσεις των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων.

Vincent van Gogh Almond blossom

Μια νέα κοσμοθεώρηση

Για τον Κότσια, συντελούνται σημαντικές αλλαγές οι οποίες δεν αφορούν μόνο τον χώρο της βοτανικής, αλλά διατρέχουν επίσης τις επιστήμες του ανθρώπου, την καλλιτεχνική πρακτική, την κοινή ευαισθησία, συνολικά την κοσμοθεώρησή μας. Όπως θα υπογραμμίσει σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξή του, όπου αποσαφηνίζει θεμελιώδεις πτυχές του στοχασμού του και σχετικά με το εν λόγω δοκίμιο (βλ. Riccardo Venturi, «Una conversazione con Emanuele Coccia/ La vita delle piante. Metafisica della mescolanza», στο https://www.doppiozero.com/la-vita-delle-piante-metafisica-della-mescolanza) υπάρχει κατ’ αρχάς η βιολογική επιταγή των καιρών: για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε τον κίνδυνο απώλειας ενός τεράστιου κομματιού της βιοποικιλότητας του πλανήτη ή της εξαφάνισης tout court της ζωής πάνω στον πλανήτη. Δεδομένου ότι τα φυτά αντιπροσωπεύουν το συντριπτικό μέρος της ορατής βιομάζας, είναι φυσιολογικό μετά από αιώνες εκούσιας άγνοιας να υπάρχει ο ενθουσιασμός της (επαν)ανακάλυψης.

Για αιώνες η βοτανική είχε περιοριστεί στο να εξετάζει και να ταξινομεί την άπειρη ποικιλία των φυτικών μορφών. Για δεκαετίες υπήρξε προπαντός μία συστηματική μελέτη των φυτών.

Έπειτα υφίσταται ένας βαθύτερος λόγος, καθώς συντελείται μια πραγματική εσωτερική επανάσταση στη βοτανική: για πολύ καιρό στάθηκε μία επιστήμη που είχε παραλύσει από την αίσθηση κατωτερότητας εν σχέσει προς τη ζωολογία, η οποία ανέκαθεν υπήρξε ο δίαυλος μέσω του οποίου η βιολογική επιστήμη έθεσε τα σημαντικότερα ερωτήματα σχετικά με το έμβιο. Ανέκαθεν ρωτούσαμε σε γάτες, σκύλους, ελέφαντες ή πουλιά να μας αποκαλύψουν τα μυστικά των σωμάτων. Ανέκαθεν ζητούσαμε από τα ζώα να μας μυήσουν στα μυστήρια της ζωής και των μορφών της. Για αιώνες η βοτανική είχε περιοριστεί στο να εξετάζει και να ταξινομεί την άπειρη ποικιλία των φυτικών μορφών. Για δεκαετίες υπήρξε προπαντός μία συστηματική μελέτη των φυτών. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν, χάρις στο πρωτοποριακό έργο ερευνητών όπως, μεταξύ άλλων, οι Φράντισεκ Μπαλούσκα, Άντονι Τρέβαβας και Στέφανο Μανκούζο, με αποτέλεσμα η βοτανική να απελευθερωθεί από τον πλήρη έλεγχο της ζωολογίας στις επιστήμες της ζωής, και να μας απελευθερώσει από τον ναρκισσισμό που είχε καταστήσει, πρωτίστως, τον άνθρωπο το παράδειγμα της ζωής και της αξιοπρέπειας της ζωής. Οι συγκεκριμένοι πιονιέροι άρχισαν να θέτουν στα φυτά ερωτήματα τα οποία ποτέ δεν είχαν τεθεί κατά το παρελθόν και κατέστησαν τη βοτανική ένα είδος μεταφυσικής της ζωής εναλλακτικό προς μεγάλο μέρος της δυτικής παράδοσης.

Στάθηκε εφικτό να αποδείξουμε ότι το φυτό έχει απόλυτη επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω του και μέσα του, και ότι είναι προικισμένο με μία μνήμη και με μία νοημοσύνη οι οποίες, μολονότι δεν έχουν ανάγκη ούτε από νευρικό σύστημα ούτε από εγκέφαλο, δεν είναι λιγότερο οξείες εκείνες των ζώων.

H πλέον εντυπωσιακή πλευρά αυτής της επανάστασης είναι ασφαλώς εκείνη που αφορά τη νοημοσύνη. Στάθηκε εφικτό να αποδείξουμε ότι το φυτό έχει απόλυτη επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω του και μέσα του, και ότι είναι προικισμένο με μία μνήμη και με μία νοημοσύνη οι οποίες, μολονότι δεν έχουν ανάγκη ούτε από νευρικό σύστημα ούτε από εγκέφαλο, δεν είναι λιγότερο οξείες εκείνες των ζώων. Αυτή η παρατήρηση μας επιτρέπει να καταλάβουμε μέχρι ποιο σημείο το ζωοκεντρικό άδραγμα μας εμπόδισε να υποστηρίξουμε την ταύτιση μεταξύ ζωής και σκέψης. Μόνο και μόνο επειδή ρωτήσαμε κάποιο ζώο (και κυρίως τον άνθρωπο) να μας αποκαλύψει τη φύση της νοημοσύνης, εμποδίσαμε εμάς τους ίδιους να λάβουμε υπόψιν τη φυτική νοημοσύνη. Είναι εξαιτίας αυτού του ναρκισσισμού που εξακολουθούμε να υποθέτουμε πως μόνο η παρουσία ενός νευρικού συστήματος εγγυάται την παρουσία της σκέψης, της νοημοσύνης και της συνείδησης.

Είναι η οπτική υπό την οποία πολλοί εκ των πρωτοπόρων ερευνητών, και μαζί τους ο Κότσια, το κοιτάζουν και το θεωρούν που το φυτό αναδεικνύεται σε ένα γόνιμο πολιτικό μοντέλο, σε παράδειγμα συμβίωσης, γιατί η χαλάρωση του ανθρωποκεντρικού αδράγματος και η προσφυγή στο φυτικό παράδειγμα, όπως είδαμε, έχει συνέπειες όχι μόνο στο πεδίο της βοτανικής, αλλά και της ανθρωπολογίας. Μπορούμε να πούμε ότι το στοίχημα είναι πολύ υψηλότερο: να ξαναγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο πλάσμα –έμβιο μεταξύ εμβίων– ζει στην κοινωνία, και ευρύτερα στον κόσμο. Είναι το στοιχείο αυτό που επέτρεψε στη βοτανική να καταλάβει μία σημαντικότερη θέση και να διαδραματίσει έναν καθοριστικότερο ρόλο στη σκακιέρα της σύγχρονης γνώσης σχετικά με τη ζωή και το ζην.

Η βιολογία αναθεώρησε σε βάθος εκείνη τη χυδαία εκδοχή του δαρβινισμού που είχε μετατρέψει τον πόλεμο, τον ανταγωνισμό, την πάλη όλων εναντίον όλων στην υπερβατική μορφή της σχέσης μεταξύ των εμβίων.

Αρχής γενομένης από τις υποθέσεις του Κονσταντίν Μερεσκόφσκι (1855-1921) για τη συμβιογένεση των χλωροπλαστών, μέχρι εκείνες του Ιβάν Γουόλιν (1883-1969) για τη συμβιωτική προέλευση των μιτοχονδρίων, μέχρι εκείνες της Λιν Μαργκούλις για τη γενίκευση του συμβιωτικού μηχανισμού ως θεμελιώδους κινητήρα της εξελικτικής διαδικασίας (βλ. Ο συμβιωτικός πλανήτης. Μια νέα θεώρηση για την εξέλιξη, μτφ. Δημήτρης Γιαννόπουλος, Κάτοπτρο, 2001). Η βιολογία αναθεώρησε σε βάθος εκείνη τη χυδαία εκδοχή του δαρβινισμού που είχε μετατρέψει τον πόλεμο, τον ανταγωνισμό, την πάλη όλων εναντίον όλων στην υπερβατική μορφή της σχέσης μεταξύ των εμβίων. Έτσι διαπιστώσαμε ότι η δημιουργία των ευκαρυωτικών κυττάρων δεν εξηγείται μέσω του ανταγωνισμού και της επιλογής, αλλά μόνο μέσω μιας διαδικασίας συμβίωσης, συνεργασίας, υβριδοποίησης μεταξύ δύο αυτόνομων οργανισμών που συντίθενται για να δώσουν έναν τρίτο. Δεν είναι η εχθρότητα, η αντιπαλότητα και ο πόλεμος που επιτρέπουν στη ζωή να βελτιωθεί και να αλλάξει μορφή, αλλά η αλληλεγγύη. Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε σε ένα γενικότερο πλαίσιο ο Γάλλος βιολόγος και επιστημολόγος Ζαν-Ζακ Κιουπιέκ:

«Οι φυσιοκράτες θέλησαν πάντα να βρουν μία τάξη στον χώρο του εμβίου και έκλεισαν τις υπάρξεις σε μικρά κουτάκια […]. Οι εξαιρέσεις είναι άπειρες: τα έμβια πλάσματα δεν αγαπούν να κλείνονται σε κουτάκια. Και έπειτα οι πρωτεΐνες, τα θεμελιώδη συστατικά της ζωής, είναι προϊόντα στοχαστικών διαδικασιών και όχι οδηγιών οι οποίες υποτίθεται ότι υπάρχουν σε έναν γενετικό κώδικα. Δύο κύτταρα δεν θα δώσουν ποτέ πανομοιότυπες πρωτεΐνες […]. Ο Άνθρωπος με το Α κεφαλαίο γκρεμίζεται από το βάθρο του: δεν κατέχουμε χαρακτηριστικά που θα μας καθιστούσαν ανώτερους. Τα ανθρώπινα πλάσματα οφείλουν να ενταχθούν στην κοινότητα των εμβίων και να αναθεωρήσουν τη σχέση τους με τη “φύση”. Τα έμβια υπάρχουν μόνο σε σχέση με το περιβάλλον τους, και τούτο συνεπάγεται ένα σύνολο αλληλεξαρτήσεων και όχι τον χομπσιανό πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως υποστηρίζει ο κοινωνικός δαρβινισμός».

Για να καταλάβουμε πώς μπορούμε να συμβιώσουμε, αρκεί να στρέψουμε το βλέμμα μας σε ένα δάσος, γιατί είναι το μοντέλο συγκατοίκησης όπου ο δείκτης εχθρότητας είναι κατά πολύ κατώτερος εκείνου οποιασδήποτε ζωικής κοινότητας. Μετά από αυτή την ανακάλυψη, της συμβιωτικής φύσης της ζωής στον πλανήτη, το φυτό διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό επιστημολογικό ρόλο ως παράδειγμα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν μας, να παρατηρήσουμε, να κατανοήσουμε, προκειμένου να οικοδομήσουμε μία μη εχθρική και κατακτητική στάση ζωής στον κόσμο. Για αυτόν τον λόγο, όπως σημειώνει ο Κότσια,

«όχι ασφαλώς γιατί το φυτό δεν γνωρίζει εχθρότητες, αλλά γιατί η εχθρότητα δεν θα αποτελέσει ποτέ μία θεμελιακή και δομική δυναμική στη φυτική ζωή, λόγω του γεγονότος ότι το φυτό είναι ένας αυτότροφος οργανισμός, σε θέση να ζήσει μόνο με φως, διοξείδιο του άνθρακα και νερό δίχως να πρέπει να σκοτώσει ή να θυσιάσει άλλα έμβια, για να τραφεί. Με άλλα λόγια στην περίπτωσή του η πλέον προφανής πηγή εχθρότητας –η θήρευση για λόγους διατροφής– δεν υφίσταται. Και κυρίως η αυτοτροφία του το καθιστά έναν έμβιο οργανισμό που χαρακτηρίζεται και ορίζεται προπαντός από την ικανότητά του να προσφέρει ζωή σε άλλους έμβιους οργανισμούς».

Με το φυτό η βιολογία υποχρεώνεται να σκεφτεί τη λογική της αλληλοσυσχέτισης όλων των εμβίων υπό μία μορφή διαφορετική εκείνης της αμοιβαίας κατανάλωσης και της εντροπίας. Το θαύμα και το παράδοξο των φυτών είναι πως αποδεικνύουν την ικανότητα της ζωής να δημιουργείται ξεκινώντας σχεδόν από το μηδέν, από ό,τι δεν ζει, και να πολλαπλασιάζονται σχεδόν αυθόρμητα. Αλλά προπαντός το φυτό δείχνει ότι κάθε έμβιο ζει μία ζωή η οποία τρέφει αδιακρίτως τόσο το δικό του σώμα όσο και εκείνα άπειρων άλλων ατόμων διαφορετικών ειδών. Το φυτό όχι μόνο αποθηκεύει στο σώμα του την ηλιακή ενέργεια που θα επιτρέψει στα άλλα ζώα να ζήσουν, αλλά και τα προϊόντα που αποβάλλει (για παράδειγμα, το οξυγόνο) καθιστούν εφικτή τη ζωή των άλλων. Ένα φυτό δεν είναι μόνο μία ζωή που απέκτησε μία συγκεκριμένη και ιδιαίτερη μορφή, διαφορετική από τις άλλες, αλλά η ζωή ως δύναμη ζωογόνησης των πλέον διαφορετικών μορφών: μορφών απολύτως και εντελώς ξένων και μακρινών της δικής του. Τα φυτά μάς αποδεικνύουν ότι τα έμβια χτίζουν και ξεκινούν μία ζωή που θα θρέψει και να ζωογονήσει και άλλα έμψυχα εκτός από τα ίδια, που θα καταστήσει ζωντανά άλλα υποκείμενα.

Μια διαφορετική μορφή κοινωνικότητας

Σύμφωνα με τον Κότσια, αν τα φυτά κατέστησαν παραδείγματα δεν είναι μόνο γιατί δεν είναι ζώα, αλλά γιατί ενσαρκώνουν μία μορφή κοινωνικότητας διαφορετική από εκείνη που εμείς επιχειρήσαμε να εγκαθιδρύσουμε. Το φυτό ενσαρκώνει μία μορφή ζωής πολιτικώς σημαντικότερη εκείνης των ανθρώπων, καθώς αναδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο μία πτυχή της ζωής του πλανήτη που φαίνεται να μας διαφεύγει: η ζωή που έκαστος εξ ημών οικοδομεί είναι πάντα ζωή που θα τη ζήσουν κάποιοι άλλοι, υποκείμενα διαφορετικά από εκείνο που τη ζει αυτήν τη στιγμή· η ζωή υπερβαίνει τη μορφή, το σχήμα, το περίγραμμα, το σώμα, το είδος στο οποίο κατοικεί. Στην πραγματικότητα και το ζώο ενσαρκώνει αυτή την πτυχή της ζωής, γιατί δεν υπάρχει ζωή που να μην εκφράζει αυτήν τη δομή. Μόνο που στο ζώο η συγκεκριμένη διάσταση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι γίνεται τροφή για άλλα ζώα και επομένως ορίζει μία τραγική πλευρά του εμβίου, μία άποψη του κόσμου στιγματισμένη από την αρνητικότητα.

Αν τα δέντρα πρέπει να ξαναγίνουν το κέντρο και το παράδειγμα της πολιτικής μας θεώρησης είναι γιατί το δέντρο είναι μεσολαβητής κάθε ατομικής, κοινωνικής, τεχνικής και θρησκευτικής σχέσης…

Είναι στην προοπτική αυτή που η έννοια της συμβιογένεσης προσλαμβάνει προφανή πολιτικά χαρακτηριστικά, σαφείς πολιτικές αποχρώσεις. Αρκεί να διαβάσουμε τη Λιν Μαργκούλις, για να το αντιληφθούμε πλήρως. Η ανακάλυψη ότι ο θεμελιώδης μηχανισμός διαφοροποίησης και βελτίωσης της φύσης είναι η συνεργασία και όχι ο ανταγωνισμός έχει τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις. Αν τα δέντρα πρέπει να ξαναγίνουν το κέντρο και το παράδειγμα της πολιτικής μας θεώρησης είναι γιατί το δέντρο είναι μεσολαβητής κάθε ατομικής, κοινωνικής, τεχνικής και θρησκευτικής σχέσης: τα δέντρα είναι τα γνωστικά μοντέλα για να σκεφτούμε την κοινωνία –εξάλλου οι σχέσεις μας γίνονται αντιληπτές με όρους «γενεαλογικού δέντρου»– και τη θέση μας εντός αυτού του δικτύου σχέσεων.

Ο επίλογος του βιβλίου («Σαν ατμόσφαιρα») –ουσιαστικά η λογική συνέχεια του δριμύτατου κατηγορώ εναντίον των συντεχνιών των πανεπιστημίων και του διαμελισμού της γνώσης που είχε προηγηθεί στο «Περί της στοχαστικής αυτοτροφίας» («Με το πανεπιστήμιο, το υποκείμενο της γνώσης και της σκέψης [το εγώ του cogito] κλήθηκε να ευθυγραμμίσει τη γνωστική του υποκειμενικότητα –το διανοητικό του είναι, το res cogitans του– με τα όρια μιας επιστημονικής πειθαρχίας ή ενός αντικειμένου […] Η εξειδίκευση είναι η επιστημολογική μετάφραση ενός συντεχνιακού ιδεώδους της γνώσης – της συγκρότησης των επιστημόνων σε νομικά περίκλειστη κοινότητα», σσ. 121-122)– συνιστά ένα κάλεσμα υπέρ της ελευθερίας της έρευνας και μία προτροπή να ξαναδώσουμε στη μεταφυσική την προσοχή που της αρμόζει στον χώρο του στοχασμού.

Ο Κότσια διεκδικεί με σθεναρότητα το δικαίωμα της έρευνας να μην περιορίζεται στα στενά ακαδημαϊκά όρια που επιβάλλουν οι διάφορες πειθαρχίες/επιστήμες τόσο για πρακτικούς λόγους όσο και για λόγους εξουσίας. Δεδομένου ότι η «φιλοσοφική σκέψη δεν είναι πουθενά, είναι παντού. Σαν ένα είδος ατμόσφαιρας» (σ. 128), είχε φροντίσει να καταστήσει ακόμη πιο ξεκάθαρη και θεμελιωμένη αυτή του την άποψη:

«[…] η ανθρωπολογία έχει πολύ περισσότερα να μάθει από τη δομή ενός άνθους απ’ ό,τι από τη γλωσσική αυτοσυνείδηση των ανθρώπινων υποκειμένων για να κατανοήσει τη φύση αυτού που αποκαλούμε ορθολογικότητα. Κι αυτό επειδή κάθε αλήθεια συνδέεται με κάθε άλλη αλήθεια, με την ίδια έννοια που κάθε πράγμα συνδέεται με κάθε άλλο πράγμα. Αυτός ο σύνδεσμος, αυτή η καθολική συνέργεια των ιδεών, των αληθειών και των πραγμάτων, είναι άλλωστε ό,τι αποκαλούμε κόσμο: αυτό που διαπερνούμε και μας διαπερνά κάθε στιγμή, με κάθε μας ανάσα. Αν οι γνώσεις θέλουν να παραμείνουν εγκόσμιες, γνώσεις και επιστήμες του κόσμου τούτου, θα πρέπει να σεβαστούν τη δομή του. Στον κόσμο τα πάντα συγκεράζονται με τα πάντα, τίποτα δεν είναι οντολογικά διαχωρισμένο από οτιδήποτε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τις γνώσεις και τις ιδέες. Στη θάλασσα της σκέψης τα πάντα επικοινωνούν με τα πάντα, κάθε γνώση εισχωρεί σε όλες τις άλλες και επιτρέπει σε όλες τις άλλες να εισχωρούν σ’ αυτήν. Κάθε αντικείμενο μπορεί να προσφερθεί στη γνώση οποιουδήποτε κλάδου, κάθε γνώση μπορεί να προσφέρει πρόσβαση σε οποιοδήποτε αντικείμενο» (σσ. 123-124).

Αν δεν υφίσταται μία οριστική μορφή, αν ο κόσμος βρίσκεται σε μία διαρκή μορφοποίηση, τότε και η φιλοσοφία, η σκέψη μας γενικότερα, δεν αναγνωρίζεται σε κανένα προαποφασισμένο ύφος, δεν θεμελιώνεται σε κανέναν άκαμπτο κανόνα και δεν δέχεται θέσεις και έννοιες να μένουν στο απυρόβλητο. Η ζωή των φυτών συνιστά μία υπέροχη πρακτική έκφραση αυτής της τοποθέτησης, ένα αριστουργηματικό παράδειγμα φιλοσοφικής λογοτεχνίας ιδανικό για όποιον δεν φοβάται να συνεχίσει, ή να ξαναρχίσει, να σκέφτεται.

Δεν ήταν ούτε οι ελέφαντες ούτε οι σκύλοι ούτε οι κροκόδειλοι τα πλάσματα που οδήγησαν στην εξαφάνιση φυτών και άλλων ειδών, που απειλούν το σύνολο της ζωής του πλανήτη.

Αν υπάρχει κάτι που ίσως θα μπορούσε να ενοχλήσει τον αντιειδιστή αναγνώστη του Κότσια είναι πως η ανάδειξη της φυτικής κοσμογονίας συχνά εξισώνει με κάπως αυθαίρετο τρόπο τον άνθρωπο με ό,τι αποκαλούμε μη ανθρώπινα ζώα ή καλύτερα το ανθρωποκεντρικό παράδειγμα με το ζωολογικό παράδειγμα, λησμονώντας ότι, ακόμη και αν δεχτούμε –και αμφιβάλλουμε ότι αυτό ισχύει– πως υπάρχει ένα ζωολογικό παράδειγμα θεμελιωμένο σε γάτες, σκύλους, ελέφαντες ή πουλιά, αυτό μόνο τις τελευταίες δεκαετίες ήρθε με ορμητικότητα στο προσκήνιο και δεν έγινε αναίμακτα – κυριολεκτικά και μεταφορικά μιλώντας. Δεν ήταν ούτε οι ελέφαντες ούτε οι σκύλοι ούτε οι κροκόδειλοι τα πλάσματα που οδήγησαν στην εξαφάνιση φυτών και άλλων ειδών, που απειλούν το σύνολο της ζωής του πλανήτη. Ακόμη και αν ομολογήσουμε ότι η ύπαρξη των φυτών όχι μόνο δεν προϋποθέτει την εξαφάνιση κάποιας ζωής, αλλά δίνει ζωή σε άλλες ζωής, η έλλειψη μέτρου, η απληστία και η τυφλή χωροκατακτητικότητα συνήθως δεν είναι ίδιον των υπόλοιπων υπάρξεων ει μη μόνον του ανθρώπου. Ίσως πάλι δεν αποκλείεται τα άλλα ζώα να σέβονται τον φυτικό κόσμο και να τον κατανοούν καλύτερα από εμάς, τα «κατεξοχήν έλλογα». Επιπροσθέτως αν κάποιοι αντιειδιστές δίνουν περισσότερη βαρύτητα στα μη ανθρώπινα πλάσματα, αυτό δεν σημαίνει ότι σέβονται λιγότερο τη ζωή και την αξία των φυτών, κάθε άλλο: αλλά ο τρόπος με τον οποίον εξελίχτηκαν τα φυτά τούς επιτρέπει να έχουν περισσότερες δυνατότητες, περισσότερες «ζωές»: αν σπάσουμε ένα κλαδί ή κόψουμε έναν καρπό, ακόμη και αν το δέντρο ή το φυτό το αισθανθούν, ακόμη και αν «τραυματιστούν», θα έχουν πάντα την ευκαιρία να βγάλουν νέο και εν μέρει να γιατρευτούν· αλλά κανένα πόδι, κανένα αυτί, κανένα μάτι δεν ξαναβγαίνει.

Κατακλείδα

Όπως θα παρατηρήσει ο Εμανουέλε Κότσια, η ιταλική λέξη για το δάσος «foresta» (αλλά το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την αγγλική forest, τη γαλλική forêt, όπως επίσης ίσως, για ορισμένους, και τη γερμανική Forst) προέρχεται από τη λατινική «foris»: έξω, έξω από το σπίτι ή την πόλη. Το δάσος επομένως θα ήταν ό,τι μένει εκτός, όταν η πόλη περιχαρακωθεί στον εαυτό της, το σύνολο των έμβιων πλασμάτων που αποκλείονται από τον αποκαλούμενο πολιτισμό. Από την άποψη αυτή η πόλη συγκροτείται εξορίζοντας το δέντρο και τη ζωή που αυτό αντιπροσωπεύει. Μήπως όμως, αναρωτιέται ο Κότσια, και μαζί του και εμείς, ήρθε η στιγμή για πρώτη φορά το δάσος, που εδώ και αιώνες θεωρούνταν το αντίθετο της πόλης, και άρα της πολιτικής, να γίνει το μοντέλο του πολιτικού ή, ακόμη καλύτερα, το κατεξοχήν πολιτικό;

* Ο Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτο­ρας φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννί­νων. Γράφει και μεταφράζει κείμενα σχετικά με το ζήτημα των ζώων από φιλοσοφική και πολιτική σκοπιά. Από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων κυκλοφορεί το βιβλίο του Να σπάσουμε τα κλουβιά-κελιά. Κείμενα αντιειδισμού (2025).


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Εμανουέλε Κότσια (Emanuele Coccia) είναι Ιταλός φιλόσοφος και καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS) στο Παρίσι.

Coccia Emanuele

Το έργο του επικεντρώνεται στη φιλοσοφική κατανόηση της φύσης, της οικολογίας και της σχέσης ανθρώπου-περιβάλλοντος.

Διαβάστε ακόμα:

Ρηγίνος Β. Πατσής 2424023188 Σκόπελος, Βόρειες Σποράδες
Search

Ροή Ειδήσεων

Τοπικά

Πολιτισμός

Πολιτική

Αθλητικά

Υγεία

Καιρός

Περιβάλλον

Κοινωνία

Τουρισμός

Θρησκεία

Απόψεις - Άρθρα

Στιγμιότυπα

Αγορά

Αγγελίες

+

Περισσότερα

+

Επικοινωνία