Ήταν μια εποχή αλλιώτικη. Μια εποχή που οι Απόκριες δεν ήταν μόνο γιορτή, αλλά μια ιεροτελεστία συντροφικότητας, χαράς και αλληλεγγύης. Το φωτογραφικό αφιέρωμα στη σελίδα SporadesNews με τίτλο “Σκόπελος | Απόκριες ’84” άνοιξε ένα παράθυρο στο παρελθόν και μας ταξίδεψε πίσω, τότε που οι γειτονιές ζούσαν και ανέπνεαν σαν μια μεγάλη οικογένεια.
Τα πρόσωπα στις «Τράτες» και στις «Καλές» ξαναζωντάνεψαν. Κάποια από αυτά είναι ακόμα εδώ, χαμογελούν μπροστά στις αναμνήσεις, άλλα λείπουν, μα η αύρα τους τριγυρνά ακόμα στα σοκάκια, στα στέκια, στις παλιές αυλές που κάποτε αντηχούσαν από γέλια.
Με αφορμή αυτό το λεύκωμα, η ποιήτρια Μάρω Βλαχάκη θυμήθηκε τη δική της ιστορία εκείνης της Αποκριάς.
Ήταν νέοι, ήταν ελεύθεροι, και πάνω απ’ όλα ήταν μαζί. Οι τρεις σύλλογοι γυναικών, οι πολιτιστικοί φορείς, όλοι ενωμένοι σε ένα κοινό σκοπό: να γιορτάσουν, να αναδείξουν τον τόπο τους, να αφήσουν κάτι πίσω που να αξίζει να θυμάται κανείς.
Η Μάρω θυμάται την αγωνία της για τη στολή. Τι θα φορούσε; Οι φίλες της, γυναίκες που ζούσαν στα τσαντίρια, την υποδέχονταν κάθε μέρα με ζεστασιά. Της άρεσε να ακούει τις ιστορίες τους, να μοιράζεται μαζί τους στιγμές απλές, γεμάτες ουσία. Και τότε, μια γύφτισσα της χάρισε την αυθεντική, νυφιάτικη στολή της.

Την φόρεσε με συγκίνηση. Στις φωτογραφίες, στέκεται μπροστά στον σκηνοθέτη Γιώργο Μαυρωτά και λέει τη μοίρα. Τα χρώματα, οι ήχοι, το γέλιο της Φούλας της Αμερικάνας Κουμπάρας, όλα μπλέκονταν σε μια μαγεία που μόνο οι Απόκριες εκείνης της εποχής μπορούσαν να γεννήσουν.
Και τότε, η Μάρω έγραψε ένα ποίημα, αφιερωμένο σε εκείνη τη γυναίκα που την έντυσε με την καρδιά της. Σε μια αγάπη άδολη, ανθρώπινη.
Αυτή η γύφτισσα…
Αυτή η γύφτισσα που κάποτε
μου έδωσε να δοκιμάσω
τη νυφική στολή της
ήτανε σα να σκέπασε
το τρυφερό το σώμα μου
με το ίδιο το πετσί της.
Με όλο το πάθος που έκαιγε
το μελαψό κορμί της
σταλιά ανάμα στο αίμα μου
έσταξε την ευχή της.
Να μη ταιριάζω στις κορφές
και στα ψηλά μπαλκόνια
να τραγουδώ τα ταπεινά
ηλιοκαμένα χρόνια.
Να με φωτίζουν σαν φωτιές
τα λάθη και τα πάθη
να ‘ναι η ζωή δασκάλα μου
για όλα όσα έχω μάθει.
Σε μια παλάμη να μπορώ
τη μοίρα μου να ξεγελώ
ν’ αλλάζω τα γραμμένα
σε μια καρότσα να χωρώ
μ’ όλα τ’ αγαπημένα μου
παιδιά με τα χαμόγελα
τα χρυσοστολισμένα.
Τις νύχτες τ’ άστρα να θωρώ
με τα μαλλιά λυμένα
φρέσκο λουλούδι να φορώ
γαρύφαλλο κανέλλα.
Τον έρωτα να κυνηγώ
ξυπόλυτη στη γύρα
και να αξίζει το φιλί
μαλαματένια λίρα.
Έτσι όπως έμελλε να ζω
αχ βρε ζωή τσιγγάνα μου
αυτή η γύφτισσα θαρρώ
πριν ζήσω ήταν μάνα μου.
Και έτσι, η Αποκριά του ’84 ζει ακόμα στις μνήμες, στις φωτογραφίες, στις αφηγήσεις. Ζει σε εκείνα τα γέλια, τις μικρές στιγμές που έγιναν αιώνιες. Και ίσως, όπως λέει η Μάρω, όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν, να έχουν τη δική τους ιστορία να πουν.