Ο Χρήστος Χρυσοφός χάιδεψε απαλά την τραχιά επιφάνεια της παλιάς κανάτας. Τα δάχτυλά του, τυλιγμένα στις ρυτίδες του χρόνου, αναγνώρισαν τη γνώριμη αίσθηση του πατρικού αγγίγματος. Ήταν μια «φθίνα», μια πήλινη κανάτα φτιαγμένη από τον πατέρα του, τον Παντελή Χρυσοφό, που κάποτε γέμιζε με κρύο νερό για να ξεδιψάσει την οικογένεια.
Η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν ο φίλος του την εμφάνισε εκείνο το απόγευμα στο εντευκτήριο του ΚΑΠΗ. Μια ανάμνηση από την παλιά Σκόπελο, τότε που η ζωή κυλούσε αργά, ανάμεσα σε στάμνες και λαΐνες, κι ο πηλός έπαιρνε σχήμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των ανθρώπων.
«Αυτή εδώ, φίλε μου, δεν είναι απλώς μια κανάτα», είπε… «Είναι ένα κομμάτι του πατέρα μου.»
Τον θυμόταν ακόμη, σκυμμένο στον τροχό, τα χέρια του να χορεύουν με τον πηλό, να πλάθει με τρία μόνο δάχτυλα το στόμιο, με την ίδια ευκολία που άλλοι γράφουν το όνομά τους. «Τρεις κινήσεις, τρία δάχτυλα. Και μέσα σε τρία λεπτά, έτοιμη!» έλεγε με καμάρι.
Ο Παντελής Χρυσοφός (1896-1981) δεν έγινε ποτέ γνωστός πέρα από τα στενά σοκάκια του νησιού. Οι κανάτες του όμως ταξίδευαν σε όλα τα σπίτια, γέμιζαν με δροσερό νερό, ξεδιψούσαν γενιές και γενιές. Όμως, η εποχή άλλαξε. Οι βρύσες μπήκαν στα σπίτια, τα πλαστικά αντικείμενα κατέκλυσαν τα ράφια, και το τσουκαλαριό στα Τσουκαλαριά έσβησε σιγά σιγά.
Αλλά η τέχνη του Παντελή δεν έσβησε ποτέ. Είναι εκείνη η ιστορία που ακόμα και σήμερα κάποιοι διηγούνται και μοιάζει με θρύλο – το 1979, σε ηλικία 83 ετών, έφτιαξε 100 κανάτες που ζύγιζαν ακριβώς το ίδιο. Μια ζωή στον πηλό, μια ζωή στην ακρίβεια και την τελειότητα.
Ο Χρήστος έφερε την κανάτα κοντά στο φως, το βλέμμα του περιπλανήθηκε στις καμπύλες της. Για μια στιγμή, μπορούσε να δει τον πατέρα του να χαμογελά πίσω από το έργο του.
«Και όμως, πατέρα, δεν ξεχάστηκες», ψιθύρισε.
Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα, σ’ ένα μικρό τραπέζι του ΚΑΠΗ Σκοπέλου, η παλιά τριφυλόσχημη κανάτα δεν κράτησε απλώς νερό, αλλά μνήμες, ιστορίες, και την ψυχή ενός ανθρώπου που ζει μέσα από το χώμα που έπλασε.
