Δευτέρα

07 Οκτωβρίου 2024

Δεν έχετε πάει Πάσχα στην Κυρά Παναγιά, δεν ξέρετε τίποτα! | Απρίλης 1960 | Γράφει η Καίτη Ζαχαριάδη

Η εκδρομή για το Μοναστήρι αποφασίστηκε μια βραδυά της 25ης Μαρτίου. Καθισμένοι κοντά στο τζάκι, πίνοντας τσίπουρα και τρώγοντας ψαρομεζέδες στο σπίτι του εορτάζοντα Βαγγέλη, ο οποίος πήγαινε συχνά στα ερημονήσια με ένα τρεχαντηράκι πού είχε, όχι πολύ μεγάλο, με ταχύτητα 7 -8 μίλια την ώρα, εκείνο το βράδυ μας λέει: «Δεν έχετε πάει Πάσχα στην Κυρά Παναγιά, δεν ξέρετε τίποτα!»

Με έκταση 25 τ.χλ. η Κυρά Παναγιά είναι το μεγαλύτερο από τα ερημονήσια που ανήκουν γεωγραφικά στις Βορ. Σποράδες και Διοικητικά στην Επαρχία Σκοπέλου. Είναι ιδιοκτησία της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγ. Όρους και οφείλει την ονομασία του στο ομώνυμο Μοναστήρι που γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου (Γεννέσιον της Θεοτόκου), κτισμένο στην νοτιοανατολική πλευρά του νησιού το 1100 μ.Χ.

Η ιστορία αυτή ξεκίνησε το 963 μ.Χ. όταν ο Αγ. Αθανάσιος αγόρασε το Νησί από τους Βυζαντινούς άρχοντες στην Κωνσταντινούπολη, ως μετόχι του Αγ. Όρους για να προμηθεύει τα εκεί Μοναστήρια με τρόφιμα, όπως μέλι, λάδι, σιτάρι. Έτσι ξεκίνησε τότε και η εκτροφή κατσικιών στην Κυρά Παναγιά για να προμηθεύονται οι Μοναχοί τα γαλακτοκομικά προϊόντα (βούτυρο, τυρί, μυζήθρες, τραχανά), κρέας δεν τρώνε.

Και δεν σταμάτησε μέχρι σημερα, που το Νησί εκμισθώνεται από την Μονή Αγίας Λαύρας σε ντόπιους κτηνοτρόφους για να βόσκουν τα κοπάδια τους. Τα Μοναστήρια του Αγ. Όρους έχουν πολλά Μετόχια σκόρπια στις Βόρειες Σποράδες. Τα άλλα ερημονήσια είναι τα Γιούρα (με την σπηλιά), το πιο κοντινό στην Κυρά Παναγιά, το Νησί Παππού, η Ψαθούρα, το Πιπέρι, πιο κάτω τα Δυο Αδέλφια και τα Σκάντζουρα (μεταξύ Αλοννήσου και Σκύρου).

Η Περιστέρα (Ξηρό) εκτείνεται παράλληλα προς τις ανατολικές ακτές της Αλοννήσου και σχηματίζει το λεγόμενο Στενό, προφυλάσσει την Αλόννησο από τον Βοριά και είναι καταφύγιο για τα μικρά πλεούμενα με τα μελτέμια.

Αλεξάνδρα και Κατερίνα Ζαχαριάδη στο ξάγναντο του Μοναστηριού

Η εκδρομή για το Μοναστήρι αποφασίστηκε μια βραδυά της 25ης Μαρτίου. Καθισμένοι κοντά στο τζάκι, πίνοντας τσίπουρα και τρώγοντας ψαρομεζέδες στο σπίτι του εορτάζοντα Βαγγέλη, ο οποίος πήγαινε συχνά στα ερημονήσια με ένα τρεχαντηράκι πού είχε, όχι πολύ μεγάλο, με ταχύτητα 7 -8 μίλια την ώρα, εκείνο το βράδυ μας λέει: «Δεν έχετε πάει Πάσχα στην Κυρά Παναγιά, δεν ξέρετε τίποτα!»

Το Πάσχα έπεφτε προς το τέλος Απριλίου κι έτσι δεν θα είχε πολύ κρύο, γι’ αυτό αποφασίσαμε κι εμείς να ακολουθήσουμε την συμβουλή του Βαγγέλη και να πάμε να γιορτάσουμε το Πάσχα στο Μοναστήρι του Πελάγους.

Συνεννοηθήκαμε να φύγουμε την Μεγάλη Πέμπτη το μεσημέρι, που συνήθως καλμάρει ο άνεμος, αν φυσούσε. Όταν ήλθε η Μ. Εβδομάδα αρχίσαμε τις ετοιμασίες. Κυρίως τρόφιμα για εμάς και να αφήσουμε και στους 2 μοναχούς που έμεναν εκείνη την εποχή εκεί Ο ένας παππάς (πατήρ Συμεών) για να λειτουργεί και ο άλλος βοηθός, ο μοναχός ο Λουκάς, ήταν νεώτερος, ο οποίος, αν και ελαφρώς ανάπηρος στο αριστερό πόδι και χέρι, έκανε όλες τις δουλειές και επιπλέον ζύμωνε, μόνο που τα ψωμιά τα έπλαθε τετράγωνα, όχι στρογγυλά. Ίσως έτσι τον βόλευε καλλίτερα, αλλά έβγαιναν καλοψημένα.

Λοιπόν την Μ. Πέμπτη το μεσημέρι ξεκινήσαμε. Ο καιρός ήταν καλούτσικος. Κυματισμός υπήρχε. Μόλις βγήκαμε από το Λιμάνι και στρίψαμε δεξιά για Αλόννησο, στο στενό του Αι -Γιώργη άρχισε το σκαμπανέβασμα. Το καϊκάκι κουνιόταν από παντού. Εκεί στο στενό δημιουργείται το αντιμάμαλο, που λέγεται, (είναι όταν το κύμα κτυπάει στα βράχια και γυρίζει δυνατότερο). Το μπρος πίσω δεν ζαλίζει, αλλά τα πλαϊνά κύματα δεν υποφέρονται. Το σκάφος στριφογυρίζει. Έπιασα μια άκρη και ξάπλωσα, στο κατάστρωμα βέβαια, και σηκώθηκα όταν φτάσαμε. Περάσαμε την Αλόννησο και μπήκαμε στο Στενό μεταξύ Αλοννήσου και Περιστέρας (Ξηρό) εκεί η θάλασσα ησύχασε κάπως. Ήμασταν προφυλαγμένοι από τον Βοριά μέχρι πού βγήκαμε στο ανοιχτό πέλαγος. Εκεί είναι η γραμμή των μεγάλων πλοίων για Θεσσαλονίκη.

Αφήσαμε αριστερά μας το Β. άκρο της Αλοννήσου (Γέρακας) και κρατήσαμε πορεία για το Νησί της Κυρά Παναγιάς. Κουνηθήκαμε αρκετά μέχρι που μας κάλυψε ο απόκρημνος και ορεινός όγκος του Νησιού. Πλεύσαμε πιο ήρεμα κατά μήκος του Νησιού για καμιά ώρα ακόμη, έως ότου μπήκαμε στο λιμανάκι του Μοναστηριού σούρουπο. Ευτυχώς η ήμερα είχε μεγαλώσει αρκετά και μπορέσαμε άνετα να αποβιβαστούμε στην αμμουδιά. Εκεί μας περίμενε ένας από τους κολλήγους με ένα μουλαρι, φορτώσαμε τα πιο βαριά πράγματα, τα υπολοιπα στα χέρια και αρχίσαμε την ανάβαση από ένα μονοπάτι, για μισή ώρα ακόμη και φτάσαμε στο Μοναστήρι. Ένα πέτρινο οικοδόμημα σαν φρούριο, λιτό και εντυπωσιακό. Γύρω – γύρω έχει μια έκταση μεγάλη φραγμένη για να καλλιεργούν τα κηπευτικά τους, αφού έχουν άφθονο νερό. Μπροστά στο Μοναστήρι από την κυρία είσοδο ανατολικά έχει μεγάλο αμπέλι. Εκεί, το καλοκαίρι, ήταν διορισμένος ο μπάρμπα Γιάννης, να κτυπάει ένα ταψί για να φεύγουν τα πουλιά, να μην τρώνε τα σταφύλια. Από το αμπέλι αυτό έφτιαχναν ωραίο κρασί και τσίπουρο.

Μπήκαμε στο Μοναστήρι από μια παλιά πόρτα ξύλινη και βρεθήκαμε στην αυλή, που στο μέσον ήταν η Εκκλησία. Εκεί μας υποδέχθηκε ο Λουκάς και μας οδήγησε από μια πέτρινη σκάλα στα λίγα κελιά που υπήρχαν ακόμη για να διανυκτερεύσουμε. Μπροστά από τα κελιά υπήρχε ένα ξύλινο μπαλκόνι (χαγιάτι) που οδηγούσε στη μικρή τραπεζαρία και κουζίνα. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο που θα κοιμόμασταν πήγαμε στην τραπεζαρία όπου συναντήσαμε τον Πατέρα Συμεών. Μας καλωσόρισε και καθίσαμε να πάρουμε ένα ελαφρύ δείπνο. Κουβεντιάσαμε λίγο και πήγαμε όλοι να ξεκουραστούμε. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, μας ξύπνησε το σήμαντρο με τον ρυθμικό τόνο. Σήμαντρο είναι ένα ξύλο πλατύ κρεμασμένο με δυο αλυσίδες από την ξύλινη προέκταση της σκεπής της εκκλησίας, που με μια ξύλινη σφύρα κτυπούν ρυθμικά για τις νυκτερινές ακολουθίες. Ο Λουκάς λοιπόν θεώρησε καλό να μας ξυπνήσει εγκαίρως με το σήμαντρο. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη από τους κολλήγους, πού είχαν έρθει για την Λειτουργία με την οικογένεια τους. Ψάλτης ήταν ο Λουκάς, ο οποίος δεν είχε ο καημένος και φωνή, αλλά ευτυχώς 2-3 άνδρες από την παρέα μας, ήξεραν λίγο να ψέλνουν και βοήθησαν τον Παπά να κάνει την Αποκαθήλωση.

Αλεξάνδρα Χανά και Καίτη Ζαχαριάδη μαζί με την μικρή Μάχη Χανά

Ύστερα ακολούθησε καφές στην Τραπεζαρία με ψωμί φρέσκο και καλοψημένο. Φαγητό δεν είχε το μεσημέρι διότι Μεγάλη Παρασκευή δεν μπαίνει χύτρα στη φωτιά. Το μεσημέρι βγήκαμε να μαζέψουμε κανένα λουλουδάκι άγριο, από αυτά που υπήρχαν εκεί γύρω και στολίσαμε τον Επιτάφιο. Ευτυχώς ήταν μικρός, κομψός με σκαλίσματα και δεν ήθελε πολλά λουλούδια. Η περιφορά του Επιταφίου έγινε γύρω από την Εκκλησία νωρίς το απόγευμα, γιατί ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Λάμπες πετρελαίου και θυέλλης χρησιμοποιούσαν. Μέσα στο δειλινό οι ψαλμωδιες του Επιταφίου και ο νεκρώσιμος χτύπος της καμπάνας δημιουργούσαν μια έντονη συγκίνηση! Το βράδυ μαζευτήκαμε πάλι στην Τραπεζαρία, ήπιαμε ένα ρόφημα φασκόμηλο και κουβεντιάσαμε με όλους εκεί. Είπε ο κάθε ένας μια ιστορία γύρω από την θάλασσα να περάσει η ώρα. Ο Παπα- Συμεών μας είπε για τα προβλήματα του Μοναστηριού, σχετικά με την συντήρηση του… Ήταν πράγματι το πρόβλημα μεγάλο, διότι δεν είχε πλέον έσοδα όπως παλαιότερα.

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί ξυπνήσαμε με χειμωνιάτικο καιρό, ψιλόβρεχε. Κάτω το πέλαγος ήταν φουρτουνιασμένο με ομίχλη. Έσκυψα από το παράθυρο και στάθηκα για λίγο να θαυμάσω την άγρια ομορφιά της θάλασσας. Τα άλλα νησάκια μόλις διαγράφονταν μέσα στην αντάρα του πελάγους. Τα κύματα σαν άσπρα αλογάκια πηδούσαν πέρα – δώθε πιο πολύ κοντά στην ακτή των βράχων και γύριζαν πίσω σαν να μην ήθελαν να βγουν στη στεριά. Το ξύλινο χαγιάτι μπροστά στο δωμάτιο, μας προστάτευε από το ανεμόβροχο, ευτυχώς, και πήγαμε μέχρι το βρυσάκι να πλυθούμε και να πάμε για το πρωινό μας φασκόμηλο. Ευτυχώς η παρέα μας είχε 2-3 γυναίκες μεγαλύτερες, που ήξεραν την κουζίνα του Μοναστηριού και δεν άφηναν τον Λουκά να κουράζεται. Τα μεσημέρι το μενού ήταν φακές χωρίς λάδι, βέβαια.

Όταν άνοιξε λίγο ο καιρός για να περάσει η ώρα και να περπατήσουμε ξεκινήσαμε για τα μαντριά. Το χειμώνα κάτω στη Λάκα είχαν τα χειμαδιά για το κοπάδι και από Άνοιξη μέχρι Φθινόπωρο τα ανέβαζαν ψηλά στο βουνό στα Ανοιξιάτικα για να βόσκουν. Εκεί είχαν τώρα το κοπάδι. Στη Λάκα που είχε άφθονο νερό είχαν κάποιες εγκαταστάσεις (παραπήγματα) και τυροκομούσαν Κάτω λοιπόν σ’ αυτήν την πεδιάδα οι γυναίκες των κολλήγων είχαν πήξει τυρί και φρέσκια μυζήθρα που θα τρώγαμε στο Αναστάσιμο τραπέζι, πιο πέρα είχαν κρεμάσει καθαρισμένα τα κατσίκια που θα ψήνανε την Κυριακή του Πάσχα και έπλεναν τα εντόσθια για τη μαγειρίτσα.

Επιστρέφοντας ανεβήκαμε λίγο ψηλά στο Δάσος να θαυμάσουμε το τοπίο. Δέντρα δεν έχει το νησί. Πεύκα καθόλου μόνο θάμνους, πουρνάρια, κουμαριές, σκοίνα και φρύγανα, όλα ήταν ανθισμένα, λόγω της Άνοιξης, μοσχοβολούσε ο τόπος. Μαζέψαμε ρίγανη η οποία είναι διαφορετική από την συνηθισμένη και φασκόμηλο. Χαμηλά στη πεδιάδα έχει ελαιόδεντρα. Όταν τα καλλιεργούσαν είχαν πολύ λάδι. Πλησιάζοντας προς το Μοναστήρι συναντηθήκαμε με την ομάδα των ανδρών που είχαν πάει στον Πλανήτη, που είναι φυσικό λιμάνι ανατολικά του νησιού, να ασφαλίσουν τα πλεούμενα τους λόγω της κακοκαιρίας. Άλλο ένα φυσικό λιμάνι είναι στον Δυτικό όρμο, του Αγ. Πέτρου.

Όταν μπήκαμε στο Μοναστήρι ήταν πια μεσημέρι και ανεβήκαμε στην τραπεζαρία κατευθείαν να φάμε τη φακή χωρίς λάδι, να ξεκουραστούμε και να ετοιμαστούμε για το βράδυ. Μπροστά στην κουζίνα υπήρχε ένα μπαλκόνι πλατύ ξυλινο, με ένα τραπέζι στη μέση και γύρω μπάγκους. Εκεί έτρωγαν το καλοκαίρι και έπιναν τον καφέ τους. Αριστερά στην άκρη είχε μια ξύλινη σκαλίτσα και ανέβαινες στην άκρη της σκεπής του Μοναστηριού όπου υπήρχε ένα ξύλινο πλάτωμα με πάγκους γύρω – γύρω. Εκεί καθόντουσαν οι μοναχοί το καλοκαίρι, τα δειλινά και δροσιζόντουσαν. Το ονόμαζαν ξάγναντο. Από εκεί απολαμβάνεις το μεγαλείο του Β. Αιγαίου! Αυτό για μένα ήταν το πιο συναρπαστικό της εκδρομής αυτής, γιατί την άλλη ημέρα που ήταν καθαρός ο ορίζοντας και ανέβηκα η θέα ήταν καταπληκτική! Διακρίνονταν όλα τα νησιά γύρω ως και η Ψαθούρα που είναι επίπεδη (δεν έχει όγκο) φαινόταν. Η θάλασσα ήρεμη, καμιά κίνηση από πλεούμενα, ησυχία απόλυτη! Αισθάνεσαι να είσαι μετέωρος στο πέλαγος! Μαγεία..!

Η φύση σε όλες τις εναλλαγές της, όταν μπορείς να την παρακολουθείς και να την απολαμβάνεις είσαι τυχερός. Επίσης θα μου μείνει αξέχαστη και ονειρεμένη η βραδυά με Πανσέληνο στο «Ξάγναντο» της Κυρά Παναγιάς καλοκαίρι. Πώς να περιγράψω την ομορφιά αυτή του Αιγαίου Πελάγους από το ύψος του Μοναστηριού! Μια θάλασσα τελείως ακύμαντη να γυαλίζει στο φως του φεγγαριού και τα ερημονήσια να διαγράφονται σκούρες κουκίδες σαν να ήταν φυτεμένα. Απόλυτη ησυχία! Αυτό ήταν μια παρένθεση για την θέα που προσφέρει το Μοναστήρι της Κυρά Παναγιάς. Η αλήθεια είναι ότι οι καλόγεροι ήξεραν να διαλέγουν τις πιο ωραίες τοποθεσίες για να κτίζουν Μοναστήρια…

Το βράδυ του Μ. Σαββάτου, κτύπησε το σήμαντρο ρυθμικά ο Λουκάς για να μας ειδοποιήσει ότι είναι ώρα για την εκκλησία. Ο καιρός ήταν ήσυχος και η Ανάσταση έγινε έξω στην αυλή. Ο Παπά – Συμεών διάβασε το Ευαγγέλιο και με το Χριστός Ανέστη ο Λουκάς κτύπησε την Μεγάλη Καμπάνα της Εκκλησίας και σκόρπισε το μήνυμα της Αναστάσεως σε όλο το Αιγαίο Πέλαγος… Ομορφιά και συγκίνηση. Αφού έγινε ο ασπασμός της Αγάπης, ανεβήκαμε στην τραπεζαρία όλοι, οι κολλήγοι με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους καθαροί στολισμένοι. Σερβιρίστηκε η μοσχοβολιστή μαγειρίτσα που είχαν μαγειρέψει οι γυναίκες, φρέσκια μυζήθρα και τυρί, ψωμί ζεστό ζυμωμένο φρέσκο και όποιος ήθελε έπινε και ένα ποτήρι γάλα. Τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά κι εγώ έσπασα το αυγό του Λουκά. Πολύ το χάρηκε. Ήταν όλο χαρά ο καημένος που είχε συντροφιά… Ο Παπά – Συμεών έκανε προσευχή στη αρχή και στο τέλος του δείπνου.

Η Κυριακή του Πάσχα ξημέρωσε πολύ όμορφη, ήσυχη ο ήλιος είχε ξεπροβάλει καθαρός από το βάθος πίσω από τα Γιούρα και φώτιζε το Μοναστήρι. Έξω από τον περίβολο του Μοναστηριού στο πίσω μέρος οι άνδρες είχαν ανάψει φωτιές και ετοίμαζαν το ψήσιμο του κατσικιού στη σούβλα.

Το Πασχαλινό τραπέζι έγινε με επισημότητα. Ο Πατήρ Συμεών ευλόγησε την τράπεζα όπου είχαμε καθίσει όλοι να φάμε. Ήλθαν τα ψητά καλοψημένα με σαλάτες φρέσκιες, τα κόκκινα αυγά στη μέση και κρασί του Μοναστηριού. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας με το ωραίο κρασί και ευχηθήκαμε υγεία και καλή αντάμωση πάλι το καλοκαίρι.

Το απόγευμα νωρίς εμείς εκμεταλευτήκαμε την μπουνάτσα και με ένα μικρό κρις-κράφτ γυρίσαμε στη Σκόπελο.

Το Μοναστήρι τώρα είναι ανακαινισμένο εσωτερικά από την Οικογένεια Ποταμιάνου, αλλά ο Πατήρ Συμεών και ο Λουκάς δεν το είδαν…

Πήγαμε πολλές φορές από τότε στην Κυρά Παναγιά και στα άλλα Ερημονήσια, καλοκαίρι πάντα. Πάσχα όμως ποτέ! Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά. Υπήρξε μια εμπειρία για μένα μοναδική!..

Καίτη Ζαχαριάδη

Κοινοποίηση:

Διαβάστε ακόμα:

Search

Ροή Ειδήσεων

Τοπικά

Πολιτισμός

Πολιτική

Αθλητικά

Υγεία

Καιρός

Περιβάλλον

Κοινωνία

Τουρισμός

Θρησκεία

Απόψεις - Άρθρα

Στιγμιότυπα

Αγορά

Αγγελίες

+

Περισσότερα

+

Επικοινωνία