Η Μίνα σήμερα δε δουλεύει. Όλη μέρα είναι δική της. Κενή. Ο γιος της δεν κατάφερε να έρθει. Ετοιμάζει την πτυχιακή του. Έκαναν μια βιντεοκλήση το πρωί για ευχές. Έστρωσε το τραπέζι το μεσημέρι κι έφαγε μόνη της και το απόγευμα ανέβηκε στον Υμηττό.
Λίγος κόσμος κυκλοφορεί σήμερα στο βουνό. Άνθρωποι που δε χώρεσαν στα οικογενειακά μαζώματα. Πέρασε μέσα από τις γιγάντιες μολόχες, τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες. Έφτασε στο άνοιγμα της τσιμεντένιας δεξαμενής. Από εκεί –λένε- βλέπεις όλη την Αττική.
Προσπαθούσε να εντοπίσει στην αχανή αστική γεωγραφία τα σπίτια που είχε καθαρίσει όλα αυτά τα χρόνια. Το σπίτι που μπέρδευαν πάντα το όνομα της, το άλλο που της μιλούσαν περιφρονητικά, εκεί που τη ρωτούσαν τι κάνει και της πρότειναν καμιά φορά να κάτσει μαζί τους για φαγητό, το σπίτι που ζαλίστηκε μια φορά στην σκάλα, το άλλο που έπαιρνε αναλγητικά για τη μέση για να μπορέσει να σταθεί, τα παιδιά που είδε να μεγαλώνουν και μετά γύριζε αγχωμένη να προλάβει να μαγειρέψει και να πάρει το δικό της παιδί από το σχολείο.
Θυμήθηκε τους διαδρόμους, αν ένωνε όλους τους διαδρόμους που είχε καθαρίσει, θα έφτιαχνε μια οδό που καταλήγει στη χώρα των κουρασμένων γυναικών. Τα τζάμια που ήθελαν πολύ κόπο για να γυαλίσουν. Τα δεκάδες πουκάμισα που σιδέρωνε τα καλοκαίρια κι έβραζε. Τη σκόνη που έμπαινε στα ρουθούνια της και προσπαθούσε να πνίξει το βήχα της για να μην ενοχλήσει. Τη χλωρίνη. Είχε κολυμπήσει σε μια θάλασσα χλωρίνης 30 χρόνια.
Κι έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος μια άλλη ανάμνηση ανακινήθηκε μέσα της, θυμήθηκε το σπίτι που έζησε ως παιδί στο χωριό της στην Αλβανία. Δεν το μνημόνευε ποτέ. Θάφτηκε κάτω από τις σφουγγαρίστρες και τα απορρυπαντικά για ξύλινα πατώματα. Θυμήθηκε τη μητέρα της να τη χτενίζει μπροστά στο παράθυρο την ώρα που ρόδιζε ο ουρανός. Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος της χτένισε τα μαλλιά.
Δυο κορίτσια πιασμένα χέρι – χέρι είχαν σταθεί δίπλα της και την παρατηρούσαν. «Χρειάζεστε κάτι;» ρώτησαν. Σάστισε. «Όχι, ευχαριστώ πολύ» απάντησε. «Χρόνια σας πολλά» της ευχήθηκαν. «Επίσης, χρόνια πολλά»
Μια πασχαλιάτικη ιστορία από την
Maria Louka