Το Δίκτυο για το Δικαιώματα του Παιδιού εξέδωσε ανακοίνωση για την υπόθεση της 16χρονης μαθήτριας που επιτέθηκε με μαχαίρι και τραυμάτισε 14χρονη μαθήτρια σε σχολείο της Κυψέλης την προηγούμενη εβδομάδα. Στην ανακοίνωση με την οποία σχολιάζεται η υπόθεση σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «πριν η 16χρονη φτάσει στο σημείο να κρατήσει μαχαίρι, υπήρχε πλήρης αδιαφορία απέναντι στην ανάγκη της για υποστήριξη, φροντίδα και ουσιαστική πλαισίωση». Διαβάσστε παρακάτω τι αναφέρει το ΔΔΠ.
«Δεν έχει έρθει η μαμά μου και εγώ την ψάχνω…»
Τα δικαιώματα των παιδιών στο κενό – Τα παιδιά στο στόχαστρο
Με αφορμή το περιστατικό μαχαιρώματος παιδιού από παιδί, τα ΜΜΕ, σε συντονισμό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θυμήθηκαν για ακόμη μία φορά τα παιδιά – και πάλι όμως για τους λάθος λόγους.
Ένα 16χρονο παιδί βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων, αλλά ως «πρόβλημα». Στη δημόσια συζήτηση επανέρχονται οι γνωστές ταμπέλες των «παραβατικών» ή «επικίνδυνων» παιδιών, που μας προβληματίζουν για το «ποιον» τους και μας τρομάζουν με την ευκολία με την οποία καταφεύγουν στη βία.
Πριν η 16χρονη φτάσει στο σημείο να κρατήσει μαχαίρι, υπήρχε πλήρης αδιαφορία απέναντι στην ανάγκη της για υποστήριξη, φροντίδα και ουσιαστική πλαισίωση.
Η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί όσο το θέμα «πουλάει» και μέχρι να εμφανιστεί κάτι νέο και πιο εντυπωσιακό. Ύστερα, τα παιδιά αυτά θα ξεχαστούν. Μέχρι το επόμενο παρόμοιο περιστατικό.
Και στο μεταξύ, ελάχιστοι –αν όχι κανείς– θα ασχοληθούν με το γεγονός ότι πριν η 16χρονη φτάσει στο σημείο να κρατήσει μαχαίρι, υπήρχε πλήρης αδιαφορία απέναντι στην ανάγκη της για υποστήριξη, φροντίδα και ουσιαστική πλαισίωση. Η περίπτωσή της δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι ένα ακόμη δείγμα της χρόνιας αδράνειας της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία δρα σχεδόν πάντα κατόπιν εορτής και σχεδόν αποκλειστικά με κατασταλτικούς και τιμωρητικούς όρους, μέσω αυστηροποίησης ποινών.
Η Πολιτεία δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να εξετάσει τα βαθύτερα αίτια της βίας ούτε να επενδύσει σοβαρά στην πρόληψη. Δεν ενδιαφέρεται να εκπαιδεύσει συστηματικά και με συνέπεια παιδιά και ενήλικες στα δικαιώματα του παιδιού, ούτε να καλλιεργήσει μια κουλτούρα σεβασμού τους, ικανή να αποτρέπει τη βία και τις παραβιάσεις. Δεν φαίνεται να την απασχολεί ο έγκαιρος εντοπισμός των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο, ούτε η ουσιαστική στήριξη των οικογενειών τους.
Η διαχρονική υποστελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών –ιδίως των υπηρεσιών παιδικής προστασίας– περνά απαρατήρητη, όπως απαρατήρητες περνούν και οι μόνιμες ελλείψεις εξειδικευμένων επαγγελματιών στα σχολεία. Όταν ένας κοινωνικός λειτουργός ή ένας ψυχολόγος καλείται να καλύψει ταυτόχρονα πολλές σχολικές μονάδες, πώς είναι δυνατόν να ανταποκριθεί ουσιαστικά στον ρόλο του; Πώς να οργανώσει ομάδες με μαθήτριες και μαθητές, να δουλέψει με γονείς, να συνεργαστεί με τη σχολική κοινότητα, να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης που θα μπορούσαν να προλάβουν περιστατικά ακραίας βίας;
Αντί για ουσιαστικές παρεμβάσεις και πραγματική πλαισίωση, συχνά επιλέγονται «λύσεις» που δεν είναι λύσεις. Όπως η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, η οποία συνήθως απλώς μεταθέτει το πρόβλημα από τη μία σχολική μονάδα στην άλλη και στιγματίζει το παιδί-θύτη (που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ή έχει υπάρξει και θύμα) ως «επικίνδυνο» και «απειλή», οδηγώντας το στο περιθώριο. Η εμπειρία δείχνει ότι πολλά από τα παιδιά που τελικά καταλήγουν σε σωφρονιστικά ιδρύματα (που μόνο σωφρονιστικά δεν είναι) έχουν προηγουμένως βιώσει μία ή περισσότερες αλλαγές σχολείου.
Ελάχιστη συζήτηση γίνεται για το αν το παιδί που δέχτηκε την επίθεση έχει λάβει –πέρα από την αναγκαία ιατρική φροντίδα– την απαραίτητη ψυχολογική υποστήριξη για ένα τόσο βίαιο και τραυματικό βίωμα.
Την ίδια στιγμή, ελάχιστη συζήτηση γίνεται για το αν το παιδί που δέχτηκε την επίθεση έχει λάβει –πέρα από την αναγκαία ιατρική φροντίδα– την απαραίτητη ψυχολογική υποστήριξη για ένα τόσο βίαιο και τραυματικό βίωμα. Αντίστοιχα, κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το αν τηρήθηκαν οι στοιχειώδεις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπει ο νόμος για το παιδί που επιτέθηκε.
Από όσα μεταδίδονται από τα ΜΜΕ γίνεται αντιληπτό ότι κατά τη διαδικασία της ανάκρισης της 16χρονης τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα θεμελιώδη δικαιώματα: το δικαίωμα ενημέρωσης του παιδιού και των γονέων ή ασκούντων τη γονική μέριμνα, η ατομική αξιολόγηση από εξειδικευμένο επαγγελματία, το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Ειδικά για το τελευταίο, όλοι πλέον γνωρίζουμε ευαίσθητα στοιχεία της οικογενειακής κατάστασης και των δύο παιδιών, τα οποία διακινούνται ανεξέλεγκτα στα ΜΜΕ, οδηγώντας και τα δύο σε δευτερογενή θυματοποίηση.
Όμως, ενδιαφέρεται άραγε κανείς πραγματικά για όλα αυτά;
Τη φράση «Δεν έχει έρθει η μαμά μου και εγώ την ψάχνω», που είπε η 16χρονη σαστισμένη στους δημοσιογράφους έξω από το γραφείο του ανακριτή, την άκουσε πραγματικά κανείς και συγκλονίστηκε; Αν ναι, ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα.
